ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΗΤΕΡΑ
Ήταν όμορφο κορίτσι
Με καθάρια τη μορφή
Που ποθούσε από παιδάκι
Την ουράνια ζωή
Οι σεβάσμιοι γονείς του
Το ‘χαν τάξει στο Θεό
Αφού το ‘φεραν στον κόσμο
Με έναν τρόπο θαυμαστό
Ήσαν άτεκνες αι δύο
Θεοπάτορες ψυχές
Κι όταν έφθασαν στο γήρας
Καρποφόρησαν και αυτές
Την γλυκιά τους τη Μαρία
Σαν ήταν τριών ετών
Την προσφέρανε με πίστη
Στο ναό των προσευχών
Δέκα χρόνια η παιδούλα
Έμεινε στο ιερό
Κι ακατάπαυστα υμνούσε
Τον αιώνιο Θεό
Η αγνή της η καρδούλα
Έβλεπε μόνο ψηλά
Όπου βασιλεύει η αγάπη
Και το φως δεν σταματά
Λάτρευε τον Κύριό μας
Η φωνή της φλογερή
Έλαμπε και μες στη νύχτα
Έμοιαζε σαν αστραπή
Τα λεπτά της δαχτυλάκια
Άπλωνε στον ουρανό
Και με πόθο ερωτευμένης
Του ‘λεγε σε λαχταρώ
Δεν θαυμάζω τα ωραία
Όσα οι άνθρωποι ζητούν
Εγώ θέλω μόνο Εσένα
Που οι άγγελοι υμνούν
Και οι μέριμνες του κόσμου
Δεν παρέσυραν αυτή
Μες στο νου της βασιλεύει
Θείο φως, γλυκιά σιγή
Έτσι έγινε η κόρη
Ικανή για να δεχτεί
Μες στα καθαρά της σπλάχνα
Τον ουράνιο Λυτρωτή
Ένας άγγελος που λάμπει
Κάποια μέρα ξαφνικά
Έφερε είδηση μεγάλη
Στη Μαρία που αγρυπνά
Χαίρε κόρη ευλογημένη
Που ‘χεις χάρη θεϊκή
Θα σαρκώσεις το Μεσσία
Που προσμένει όλη η γη
Σε ένα σπήλαιο με ζώα
Στη μικρή τη Βηθλεέμ
Ο θεάνθρωπος οράται
Ψάλλουν όλοι τεριρέμ
Όμως γρήγορα τα βέλη
Του Ηρώδου του σκληρού
Θα στραφούν προς το παιδίον
Τη ζωή του απειλούν
Έτσι η καλή μητέρα
Η σεμνή η Παναγιά
Με τον Ιωσήφ τον μνήστωρ
Για την Αίγυπτο τραβά
Αγαπάει τον καλό της
Τον θεάνθρωπο Χριστό
Και βαδίζει δίχως κόπο
Έχει άγγελο οδηγό
Όταν πέθανε ο Ηρώδης
Επιστρέφει πάλι εκεί
Στην αγαπητή πατρίδα
Στων αγίων την άγια γη
Τώρα βλέπει τα μυστήρια
Τα σημεία τα ιερά
Όσα κάνει ο Υιός της
Με την χάρη που σκορπά
Η χαρά της η μεγάλη
Δεν κρατάει για πολύ
Την ψυχή της την τρυπάει
Ένα μυτερό «καρφί»
Το μονάκριβό της σπλάχνο
Το ζηλεύουν οι κακοί
Γραμματείς και Φαρισαίοι
Το οδηγούν στη φυλακή
Βασανίζουν οι κακούργοι
Τον μεγάλο τους γιατρό
Στον ουράνιο ευεργέτη
Θα προσφέρουνε σταυρό
Είναι η πίκρα της μεγάλη
Πώς μπορεί η Παναγιά
Να μην κλάψει για τον γιο της
Που αβάστακτα πονά
Η αδικία τη συντρίβει
Το μαράζι της πολύ
Οι αχάριστοι Εβραίοι
Της σταυρώνουν το παιδί
Όλα όμως θα αλλάξουν
στην καθάρια της ψυχή
όταν βλέπει τον Χριστό μας
αναστάντα νικητή
Και Εκείνος θα ανέλθει
Γρήγορα στους ουρανούς
Μα η πίστη της Μητέρας
Φέρνει δέος σε πολλούς
Τώρα έχει τον Υιό της
Στη βαθιά της την καρδιά
Όπως τότε που παιδάκι
Τον υμνούσε σιωπηλά
Ω, γλυκιά μας Παναγία
Και μητέρα του Θεού
Γίνε σκέπη και προστάτης
Φώτισέ μας και το νου
Συ που γνώρισες τον πόνο
Όταν έχασες Αυτόν
Κάνε ώστε η ύπαρξή μας
Να μην χάσει τον Χριστό
Άκουσε την προσευχή μας
Τη θερμή μας την κραυγή
Είσαι συ που μας στηρίζεις
Κάθε ώρα και στιγμή
Στο αγαπητό παιδί σου
Είσαι πάντοτε κοντά
Και θερμαίνεται απ’ εκείνο
Η μεγάλη σου καρδιά
Στείλε Εσύ σ’ αυτόν τον κόσμο
Που παγώνει και πεινά
Λίγη χάρη και ευλογία
Δεν υπάρχει αλλού χαρά
Και έτσι αδιάκοπα με πόθο
Και αέναη φωνή
Θα δοξάζουμε εσένα
Δεν θα νιώθουμε ορφανοί
Θεοτόκε Παναγία
Σε υμνεί ο ουρανός
Σε λατρεύει όλη η κτίση
Σε αγαπάει ο Θεός
Γέφυρα έγινες του κόσμου
Με τον απρόσιτο Θεό
Και έδειξες σε εμάς το δρόμο
Που οδηγεί στον ουρανό
Στον παράδεισο συνέχεια
Με λαχτάρα σε κοιτούν
Των αγγέλων οι χορείαι
Και σεπτά σε τραγουδούν
Πλέκουν άσματα και λόγια
Που δεν έχουν τελειωμό
Και ενώνουν τις φωνές τους
Με των αγίων το χορό
Εκεί κάποτε να φτάσω
Η ψυχή μου λαχταρά
Για να βλέπω τη μορφή σου
Θεία χάρη να σκορπά
Παναγία Θεοτόκε
Μάνα καθενός πιστού
Δώσε να αισθανθούμε όλοι
Την αγάπη του Χριστού
Και όταν έρθει εκείνη η ώρα
Που θα φύγουμε απ’ τη γη
Στον παράδεισο να ζούμε
Αγκαλιασμένοι, λαμπεροί
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
10-01-98
ΣΤΟΝ ΘΕΙΟ ΤΑΚΗ
Ζούσε ένας νέος
Κάποτε στη γη
Με πράσινα μάτια
Και ξανθό μαλλί
Αγάπαγε τη φύση
Τους κάμπους, τα βουνά
Τα πράσινα λειβάδια
Τα δάση τα πυκνά
Σε ένα χωριουδάκι
Ψηλά στα ορεινά
Μεγάλωσε με θεία
Και μια καλή γιαγιά
Σύντομα οι γονείς του
Πήγαν στον ουρανό
Εκεί που δεν τους πιάνει
Το μάτι το κακό
Είχε και αδελφάκι
Πρόσχαρο, γελαστό
Το φρόντιζε μ’ αγάπη
Το ήθελε γερό
Η πείνα συντροφεύει
τα δύστυχα παιδιά
και ο θείος μας ο Τάκης
ζαλίζεται συχνά
Το σπίτι τους δεν έχει
Να θρέψει τα μικρά
Και η θεία η καημένη
Τα στέλνει για δουλειά
Μα πέφτει στο κρεβάτι
Τελείως ξαφνικά
Και έτσι παραμένουν
Κοντά της με χαρά
Επέρασαν οι μέρες
Και ο νέος ο γνωστός
Δουλεύει και κοιμάται
Στα μάρμαρα ο πτωχός
Εκρύωσε μια νύχτα
Η πλάτη του πονεί
Πλευρίτιδα τον πιάνει
Με δυσκολία ζει
Πέρασε η φουρτούνα
Γιατρεύτηκε η πληγή
Μα αισθάνεται το σώμα
Ευαίσθητο πολύ
Μετά από λίγους μήνες
Δουλεύει στην Αθήνα
Σ’ ένα ξενοδοχείο
Όμορφο σαν βιτρίνα
Κρύβεται στις ντουλάπες
Τα χέρια του ψηλά
Ζητάει τον Χριστό μας
Τη χάρη τη γλυκιά
Η προσευχή τον θρέφει
Θερμαίνεται η καρδιά
Είναι η γλυκιά του φίλη
Μόνη παρηγοριά
Και η θεία παναγάπη
Φυλάει το παιδί
Τον όμορφο τον Τάκη
Που ‘χει βασανισθεί
Κάποιο ραντεβουδάκι
Θα κλείσει μια βραδιά
Μα πυρετό σηκώνει
Την ώρα που κινά
Με τον καλό Γιωργάκη
Μένει στο Χολαργό
Και αισθάνεται πως έχει
Ουράνιο οδηγό
Σε κάθε δυσκολία
Σε όποιον πειρασμό
Καταφυγή και σκέπη
Θα έχει τον Θεό
Εργάζεται με ζήλο
Και κάθε του δραχμή
Φροντίζει να τη δίνει
Σε όποιον δεν μπορεί
Όμως πολλές αρρώστιες
Θα βρούνε το ορφανό
Και κόβουν τα φτερά του
Που θύμιζαν αετό
Με έλκος στο στομάχι
Πηγαίνει στον γιατρό
Το αίμα του στερεύει
Το θέαμα φριχτό
Εκείνος του συστήνει
Με έντονη φωνή
Όρθιος να μην μείνει
Ούτε για μια στιγμή
Ξέχασε ο καημένος
Αυτή την προτροπή
Και κάποια κρύα νύχτα
Θέλει να ενεργηθεί
Σηκώνεται με φόβο
Και μόλις περπατά
Αισθάνεται ζαλάδα
Πέφτει, λιποθυμά
Μα τότε επεμβαίνει
Στον Γιώργο τον καλό
Η Παναγιά Μητέρα
Με τρόπο θαυμαστό
Είδε στο όνειρό του
Γυναίκα αστραπτερή
Που φόραγε τα μαύρα
Και κράταγε χαρτί
Του ‘δωσε στο κεφάλι
Χτύπημα με αυτό
Και του ‘πε με λαχτάρα
Τρέχα στον αδελφό
Εκείνος μ’ αγωνία
Ξυπνάει ξαφνικά
Πετιέται απ’ το κρεβάτι
Στον άρρωστο τραβά
Με γρηγοράδα βάζει
Τα πόδια του ψηλά
Του κάνει και μαλάξεις
Του δίνει και νερά
Πέρασε η θλίψη
Εκείνη η φοβερή
Μα πάλι θα του λείψει
Η υγεία η ποθητή
Εγχείρηση στομάχου
Ο νέος θα υποστεί
Και ο ειδικός γιατρός
Νεκρό τον θεωρεί
Τον στέλνει στους θαλάμους
Στα ψυγεία των νεκρών
Εκεί που δεν χωράει
Το γέλιο των μικρών
Μα μόλις τυλιγμένο
Τον οδηγούν σ’ αυτά
Κουνάει το κεφάλι
Σκορπάει τη χαρά
Και άλλη προστασία
Ουράνια θεϊκή
Θα δει κάποιο βραδάκι
Που θάμβος προκαλεί
Κοιμόταν σε σπιτάκι
Μικρό και πτωχικό
Με σύντροφο τον πόνο
Και τον γλυκό Θεό
Όμως κάποιος πανούργος
Ζηλιάρης, φθονερός
Ήθελε το κακό του
Να τον σκοτώσει αυτός
Γνώριζε μια κοπέλα
Ωραία και σεμνή
Μα ο θείος μας ο Τάκης
Τον έδιωχνε απ’ αυτή
Τότε εκείνος παίρνει
Μαχαίρα φοβερή
Και πάει να τον σφάξει
Σαν να ‘τανε αρνί
Καθώς όμως κοντεύει
Να μπει στο σπιτικό
Μια δύναμη του φράζει
Το δρόμο στο λεπτό
Παλεύει να περάσει
Κάποιος τον συγκρατά
Και με μεγάλο μίσος
Τη μάχαιρα πετά
Μα εκείνη παραδόξως
Αντί να πάει μπροστά
Γυρίζει προς τα πίσω
Του γλείφει τα μαλλιά
Και τότε με ένα πένθος
Το άλλο το πρωί
Λέει στον θείο Τάκη
Άγγελος σε φρουρεί
Μετά από λίγα χρόνια
Μένει με τους γονείς
Μα πάλι με αρρώστιες
Τον συναντά κανείς
Έχει αυτή τη δόση
Πέτρες εις τα νεφρά
Κι οι κολικοί τον λιώνουν
Αβάσταχτα πονά
Στον Σταυρωμένο σκύβει
Κλαίει, εκλιπαρεί
Σηκώνει τις παλάμες
Αρχίζει προσευχή
Ω, Ιησού, Θεέ μου
Ελπίδα του πιστού
Παρηγοριά του κόσμου
Το φως του ουρανού
Το πνεύμα είναι πρόθυμο
Μα η σάρκα ασθενικιά
Φέρε τη θεραπεία
Δος μου τη γιατρειά
Αισθάνεται πως ξύνει
Μια μύτη την κοιλιά
Λυτρώνεται απ’ τους πόνους
Την πέτρα την πετά
Μα κι άλλο ένα θαύμα
Γνώρισε από μικρός
Τότε που ωραία ζούσε
Σαν γνήσιος χριστιανός
Περνούσε από γιοφύρι
Καβάλα σε γαϊδούρι
Μα τρόμαξε το ζώο
Του αγρίεψε τη μούρη
Άκουσε στρατιώτη
Τα πόδια να χτυπά
Και δίνει μια στον Τάκη
Που στο κενό βουτά
Τα δέκα μέτρα ύψος
Δεν έγιναν αιτία
Να πάθει το παιδάκι
Μεγάλη δυστυχία
Κάποιο ουράνιο χέρι
Βαστούσε αυτόν με χάρη
Και νόμισε τις πέτρες
Πως ήσαν μαξιλάρι
Αυτός λοιπόν ο θείος
Ήταν άλλος πατέρας
Που φώτιζε το σπίτι
Σαν ήλιος της ημέρας
Σκορπούσε την ελπίδα
Σε μας τους υγιείς
Έκρυβε μέγα πλούτο
Στα βάθη της ψυχής
Αγόραζε βιβλία
Δεν έτρωγε πολύ
Και έκανε κατ’ οίκον
Ιεραποστολή
Ζούσε σ’ αυτό τον κόσμο
Σαν άλλος μοναχός
Κλεισμένος μες στο σπίτι
Μα ήταν λαμπερός
Μας έλεγε συνέχεια
Πως πάντοτε ο Θεός
Δεν άφηνε να νιώθει
Πως είναι ορφανός
Σε κάθε δυσκολία
Μιλούσε στον Χριστό
Και όλως παραδόξως
Γλίτωνε στο λεπτό
Θυμάμαι μόλις τώρα
Που κάποτε παλιά
Τον είχανε συλλάβει
Αντάρτες με σκουφιά
Και ενώ να τον χτυπήσει
Ήθελε ο αρχηγός
Με την αγάπη εκείνου
Έγινε μαλακός
Τα λόγια του ρουφούσε
Έδειχνε σεβασμό
Στον θείο τον πτωχούλη
Που ‘ταν από χωριό
Στην πόρτα του ακουμπούσε
Να ξεκουραστεί η ψυχή του
Πέρασε μία σφαίρα
Φρέναρε στο κορμί του
Έτσι λοιπόν ο Τάκης
Έβαλε στο μυαλό μας
Την σκέψη πως οι θλίψεις
Είναι για το καλό μας
Και δεν ήτανε λόγια
Ψεύτικα και μεγάλα
Που δεν είχανε βάση
Και σε έκαναν τραμπάλα
Παρότι οι αρρώστιες
Τον έφερναν στο μνήμα
Εκείνος δεν λυπόταν
Χαμογελούσε φίνα
Και όταν έμενε μόνος
Στο σπίτι στην Αθήνα
Καθόλου δεν φοβόταν
Δεν έμοιαζε με κύμα
Όταν θα ‘ρθει η ώρα
Να πάω στα ουράνια
Κι όλοι αν με κρατάνε
Θα νιώσετε ορφάνια
Για αυτό λοιπόν κοιτάτε
Να ζείτε με ομόνοια
Για πάντα αδελφωμένοι
Χωρίς καμιά διχόνοια
Και όντως κάποια μέρα
Την πρώτη του Μαΐου
Πήγαμε σε ένα χώρο
Αγαπητό του θείου
Στο δάσος του Καλάμου
Υπάρχει μοναστήρι
Κι όλοι μας ακούμε
Να ψέλνουν καλογήροι
Ενώνουν τις φωνές τους
Με των πουλιών τους ύμνους
Έτσι μας κάνουν όλους
Ευωδιαστούς σαν κρίνους
Ο εσπερινός τελειώνει
Και βγαίνουμε στη φύση
Και ο γέροντας προτρέπει
Ο λόγος να αρχίσει
Για θαύματα που είδε
Ο θείος μας μιλάει
Και σ’ όλους ένα δέος
Και ευλάβεια σκορπάει
Μα όταν ο αέρας
Δυνάμωσε αρκετά
Δέκα ανθρώποι πάμε
Εκεί που ‘ναι ζεστά
Τότε βάζει στο στόμα
Ένα λουκούμι αυτός
Και βλέπει προς το δάσος
Ήρεμος σιωπηλός
Μετά από λίγο όλοι
Κοιτάμε τον θειούλη
Που γέρνει το κεφάλι
Πηγαίνει στον Θεούλη
Όλα ήταν να γίνουν
Με τρόπο θεϊκό
Αφού κοντά του είχε
Και τον πνευματικό
Ο Άγιος γέροντάς μας
Πατέρας Δανιήλ
Έδωσε την ψυχή του
Στον άγγελο Μιχαήλ
Ανήμερα του Αγίου
Και θαυμαστού Γεωργίου
Κοινώνησε και πέταξε
Άφησε φήμη οσίου
Αιώνια θα μείνει
Στη μνήμη μας αυτός
Που ήτανε για μένα
Ο πρώτος οδηγός
Ο λόγος του ευωδία
Απ’ τα άνθη της καρδιάς
Χαμόγελο ουράνιο
Ήταν πάντα για μας
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
11-01-98
ΣΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Ζούσε ο άνθρωπος στο σκότος
Και με πάθη φοβερά
Που ήσαν φοβεροί δυνάστες
Και τον πίεζαν βαθιά
Η ελπίδα ήταν χαμένη
Φως δεν έλαμπε στη γη
Όλοι πήγαιναν στον άδη
Στου ταρτάρου τη σκηνή
Οι μεγάλοι τυρρανούσαν
Τους ταλαίπωρους πτωχούς
Δεν υπήρχε ελευθερία
Δούλοι έμεναν σε αυτούς
Οι παράξενοι ανθρώποι
Ελατρεύσανε τη φύση
Ξύλα, πέτρες και μνημεία
Ό,τι υπάρχει μες στην κτίση
Και παρότι όλα εκείνα
Ήταν άψυχα τελείως
Φέρνανε μεγάλο φόβο
Σε ‘κοβε ιδρώτας κρύος
Ένα βρέφος γεννημένο
Στη Βηθλεέμ την ιερή
Θα σημάνει για τον κόσμο
Μια καινούρια εποχή
Άφησε τη θεία δόξα
Τα ουράνια μεγαλεία
Τους αγγέλους να υμνούνε
Των αγίων τη χορεία
Εις τον άνθρωπο που πάσχει
Είπε λόγια θεϊκά
Είμαστε τα πλάσματά Του
Τα δικά Του τα παιδιά
Ο θεάνθρωπος Μεσσίας
Ο γλυκύτατος Χριστός
Έλαμψε μέσα στο σκότος
Έγινε ήλιος νοητός
Έδειξε σ’ όλον τον κόσμο
Ένα δρόμο ιερό
Που οδηγεί στη σωτηρία
Και στον θείο φωτισμό
Εθεράπευσε αρρώστους
Γλύκανε ψυχρές καρδιές
Ξύπνησε τις συνειδήσεις
Λύτρωσε πολλές ψυχές
Έσκυψε στα βάσανά μας
Ταπεινώθηκε βαθιά
Έγινε ένα με τον πόνο
Σκόρπισε παντού χαρά
Ενώ είχε εξουσία
Να διαλύσει τους εχθρούς
Έγινε αυτός θυσία
Και έσωσε αμαρτωλούς
Έτσι ο πλούσιος πτωχαίνει
Και ο απαθής πονά
Βγάζει τις λαμπρές στολές του
Δεν θυμίζει βασιλιά
Θα μπορούσε να βολτάρει
Σε παλάτια φοβερά
Και να έχει ό,τι θέλει
Όποια ώρα το ζητά
Ήταν όμως η ζωή του
Μια πορεία σταυρική
Που είχε στόχο να ανορθώσει
Κάθε ανθρώπινη ψυχή
Πέθανε λοιπόν για όλους
Πάνω στον πικρό Σταυρό
Και έτσι άνοιξε το δρόμο
Που οδηγεί στον ουρανό
Κατεβαίνει ο Χριστός μας
Συνεχώς πιο χαμηλά
Φτάνει στο έσχατο σημείο
Μες στου Άδη τα στενά
Ω, κατάβαση αγία
Ω, πορεία θεϊκή
Πότε πάλι η ανθρωπότης
Δεν εγνώρισε αυτή
Όλοι οι άνθρωποι μοχθούνε
Να ανεβούνε στα ψηλά
Μα ο Κύριος της δόξης
Βάδιζε όλο χαμηλά
Και όταν ήρθε εκείνη η ώρα
Η μεγάλη και ιερή
Αναστένεται απ’ τον τάφο
Και θυμίζει νικητή
Γι’ αυτό όσοι λαχταρούνε
Αναστημένοι να βρεθούν
Πρέπει με ένταση και πόθο
Τον Χριστό να μιμηθούν
Να πετάξουν δίχως άλλο
Ό,τι βρώμικο φορούν
Και ενθυμούμενοι Εκείνον
Ταπεινά να πορευτούν
Έτσι πάλι θα ανατείλει
Το αστέρι της Βηθλεέμ
Όπως τώρα στις καρδιές μας
Που θα ψέλνουν τεριρέμ
Ιησού Θεέ προστάτη
Φίλε όλων των πιστών
Είσαι η μόνη μας ελπίδα
Η ενότης των λαών
Όταν σκύψεις στα παιδιά σου
Και γλυκάνεις τις ψυχές
Πανηγύρι θα αρχινίσει
Με εόρτιες φωνές
Είσαι Συ το φως του κόσμου
Συ σκορπάς τη μοναξιά
Συ παρηγορείς τους μόνους
Τα πτωχά και ορφανά
Το γλυκύτατο όνομά Σου
Λένε αδιάκοπα οι πιστοί
Και μια χάρη πλημμυρίζει
Όλη τους τη βιωτή
Κάνε πάντα να θυμάμαι
Τη λαμπρή Σου τη μορφή
Κι όλοι τότε οι εφιάλτες
Θα σκορπάνε στη στιγμή
Όταν γνώρισα Εσένα
Ήμουνα άπειρο παιδί
Και από τότε η καρδιά μου
Με λαχτάρα Σε ζητεί
Όμως κρύβεσαι πολλάκις
Και με τρώει η παγωνιά
Τα πολύπλοκα τα πάθη
Σε κρατάνε μακριά
Κάνε ώστε η ψυχή μας
Να ‘χει πόθο διαρκή
Και με έρωτα μεγάλο
Να σε νιώθει στην ψυχή
Τότε όλα είναι ωραία
Έστω και αν ζούμε εμείς
Σε ένα σπήλαιο κλεισμένοι
Στερημένοι ηδονής
Όταν η καρδιά σκιρτάει
Και χορεύει θεϊκά
Δεν αισθάνεται ανάγκη
Να γευτεί τα κοσμικά
Βλέπει θεία μεγαλεία
Έχει γνώση μυστική
Νιώθει απέραντη ειρήνη
Θείο φως κατέχει αυτή
Έτσι γνώρισα αγίους
Που ‘ζησαν στην ερημιά
Όμως είχανε ζωντάνια
Θύμιζαν μικρά παιδιά
Δεν συνάνταγες σε εκείνους
Σκυθρωπότητα σκληρή
Η αγνότης της μορφής τους
Σε τραβούσε όλοι εκεί
Ήταν ο Χριστός κοντά τους
Και μια αύρα θεϊκή
Δρόσιζε την ύπαρξή σου
Που χαιρότανε πολύ
Παλικάρια της ερήμου
Που ανθάτε εδώ στη γη
Δώστε λίγο απ’ το άρωμά σας
Στη δική μας την ψυχή
Τότε η θλίψη θα νικάται
Και ο Σταυρός θα ‘ναι ελαφρύς
Οι διαμάχες θα εκλείψουν
Και η ειρήνη διαρκής
Ω, Χριστέ μας ποθητέ μας
Και χαρά των μοναχών
Συ είσαι η δόξα των αγγέλων
Το καμάρι των πιστών
Όταν είσαι στο πλευρό μου
Έστω κι αν βρεθώ μακριά
Δεν θα νιώσει η ύπαρξή μου
Τη βαριά τη μοναξιά
Ω, Χριστέ μας ποθητέ μας
Σε αγάπησαν και αυτοί
Οι χορείες των αγίων
Που τώρα ευφραίνονται πολύ
Στου παράδεισου τα κάλλη
Είσαι αστέρι φωτεινό
Που δεν δύει στον αιώνα
Και ζεσταίνει τον πιστό
Ω, Χριστέ μας ποθητέ μας
Κλείνοντας το ποίημα αυτό
Σε παρακαλώ να έρθεις
Και σε με τον μοναχό
Μην αργήσεις ω, χαρά μου
Η καρδιά μου σε διψά
Όταν είσαι μακριά μου
Χάνομαι στα σκοτεινά
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
17-01-98
Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΦΕΝΤΗΣ
Είναι πικρό να βρίσκεσαι
Κάτω από σκληρό αφέντη
Που τσαλακώνει την καρδιά
Και του τρανού λεβέντη
Φωνές που ακούγονται συχνά
Όπου αυτός πηγαίνει
Θέλει να βρίσκεται ψηλά
Το φόβητρο να σπέρνει
Δεν αγαπά τον ήσυχο
Τον ταπεινό το βίο
Του αρέσει να ‘χει την πρωτιά
Να προκαλεί το Θείο
Η ανοχή του είναι μικρή
Σε όλα τα σφάλματά μας
Δεν θέλει αυτός να συγχωρεί
Τα λάθη τα δικά μας
Το πρόσωπό του σκυθρωπό
Δεν έχει θεία χάρη
Που πάντα γλυκαίνει την ψυχή
Αυτού που θα την πάρει
Όπου σταθεί και όπου βρεθεί
Γκρινιάζει και μουτρώνει
Όλα του φαίνονται στραβά
Ο νους του τον θολώνει
Όμως με τη μετάνοια
Όλα μπορούν να αλλάξουν
Να ανθίσουν τα σκληρά κλαδιά
Τα αγκάθια να πετάξουν
Όταν με ζήλο θεϊκό
Λατρεύσει τω Κυρίω
Τότε θα νιώσει μέσα του
Το θείο μεγαλείο
Θυμούμενος του Ιησού Χριστού
Την άκρα ευσπλαχνία
Θα σπάσει τους «πέτρινους» φραγμούς
Που δένουν με μανία
Πλησίασε τον φίλο σου
Τον Θείο Δάσκαλό μας
Και δεν θα βλέπεις τα στραβά
Που κάνει ο διπλανός μας
Μόνο θα εύχεσαι για αυτόν
Εις τον Θεό Πατέρα
Για να φωτίσει την ψυχή
Που πέφτει κάθε μέρα
Με το καλό παράδειγμα
Με τον γλυκό το λόγο
Ελέγχεται ο αναίσθητος
Αισθάνεται έναν πόνο
Ταπείνωση, πραότητα
Αγάπη και θυσία
Χρειάζεται κάθε πιστός
Για να βαδίσει ευθεία
Έτσι με την αγάπη σου
Και την φιλανθρωπία
Και οι λοξοί οι άνθρωποι
Θα γίνονται θυσία
Και μην ξεχνάς παιδάκι μου
Τον Θείο οδηγό
Που γιάτρεψε τη φύση σου
Και σ’ έκανε λαμπρό
Το αναστημένο, ένδοξο
Το θείο Του το σώμα
Ενίκησε το θάνατο
Του άδου τον κλαυθμώνα
Για αυτό και ‘μεις οι άνθρωποι
Όταν περνάμε πίκρες
Να μην απελπιζόμαστε
Θα έρθουνε και γλύκες
Το μόνο να προσεύχεσαι
Για όσους σε σταυρώνουν
Και θα ομοιάσεις του Χριστού
Έστω και αν σε σπιλώνουν
Θυμίσου πως την Άνοιξη
Την φέρνει ο Χειμώνας
Και δεν θα ξεραθεί ποτέ
Μέσα σου ο ανθώνας
Γονάτισε στον Κύριο
Ύψωσε τις παλάμες
Και με αυτί «ακήκοο»
Άκουσε τις καμπάνες
Είν’ οι φωνές του ουρανού
Οι θείες μελωδίες
Τις ψέλνουν άγιοι άγγελοι
Στις θείες κατοικίες
Ύμνους και άσματα τερπνά
Προσφέρουν στον Θεό μας
Και όλοι μαζί παρακαλούν
Για τον καλό λαό μας
Ανέβασε λοιπόν και συ
Το νου σου στα ουράνια
Και ύμνησε τον Λυτρωτή
Για να σου φύγει η ορφάνια
Σκληροί, δειλοί και ανόητοι
Χαμένοι και βλαμμένοι
Προσέλθετε στον Κύριο
Όλους μας περιμένει
Το φως Του το ουράνιο
Το ανέσπερο και θείο
Είναι η ελπίδα του πιστού
Το άγιο φαρμακείο
Μέσα σ΄ αυτό αγιάζεται
Κάθε πιστού η ψυχή
Και φεύγουν τα εξογκώματα
Που βρίσκονται εκεί
04-11-97
Άγ. Ανδρέας
(Με αφορμή μια μεγάλη
σκληρή συμπεριφορά ενός γέροντα
στην Ι.Μ. Πετράκη)
Η ΜΑΡΟΚΙΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Μια κοπέλα απ’ το Μαρόκο
Έφτασε στη Βουλγαρία
Για να κάνει τις σπουδές της
Σε μια ωραία πολιτεία
Μουσουλμάνα στη θρησκεία
Και Αμάλ το όνομά της
Είναι εκ φύσεως γενναία
Και κομψή στο πέρασμά της
Δεν τα θέλει τα ξενύχτια
Και τις βόλτες στα σκοτάδια
Αγαπάει τη μελέτη
Και την προσευχή τα βράδια
Οδοντίατρος θα γίνει
Αν τελειώσει τη σχολή της
Και θα κάνει όσους πονάνε
Να ζητάνε τη στοργή της
Εκεί γνώρισε μια μέρα
Τη Μαρία απ’ την Ελλάδα
Που εσπούδαζε με ζήλο
Στην ιατρική μονάδα
Έκαναν καλή παρέα
Οι δυο νεαρές κοπέλες
Και έτσι γλύτωναν με χάρη
Απ’ τις νεανικές τις τρέλες
Η αγάπη της Μαρίας
Και η γλυκιά της καλοσύνη
Επηρέασαν σε βάθος
Την Αράβισα εκείνη
Θέλησε για αυτό να μάθει
Πιο πολλά για τον Χριστό μας
Που δεν έπαψε ποτέ Του
Να βοηθάει τον λαό μας
Και κατάλαβε αμέσως
Τι προσφέρει η ορθοδοξία
Που ‘χει ζωντανή λατρεία
Και ουράνια μεγαλεία
Πολλά βράδια πεταγόταν
Απ’ τον ύπνο με αγωνία
Δεν μπορούσε να βοηθήσει
Η δική της η θρησκεία
Έβαλε λοιπόν μια νύχτα
Τον Σταυρό στο μαξιλάρι
Και από τότε δεν φοβόταν
Έμοιαζε με παλικάρι
Τέλειωσαν οι εφιάλτες
Έφυγ’ η μελαγχολία
Και ζεστάθηκε η καρδιά της
Απ’ του Χριστού την παρουσία
Για πολύ καιρό εξάλλου
Μελετούσε τη Χημεία
Κι ήταν δύσκολο για εκείνη
Να ‘χει σε αυτήν επιτυχία
Όταν όμως στο γραφείο
Την εξέταζαν δασκάλοι
Δυο λογάκια προσευχής
Της φωτίσαν το κεφάλι
Εξεπλάγησαν πολλοί
Αριστούχοι με την πρώτη
Δεν ήταν όνειρο θολό
Είχε κοντά της Δεσπότη
Και όταν ήλθε στην Ελλάδα
Διακοπές με τη Μαρία
Γνώρισε και από κοντά
Την αληθινή θρησκεία
Πήγανε σε μοναστήρι
Σε αγιασμένους τόπους
Και συνάντησαν με δέος
Ευγενείς, άγιους ανθρώπους
Με τον γέρο Δανιήλ
Τον πνευματικό πατέρα
Έφτασαν στον γέροντά τους
Στον Πορφύριο μια μέρα
Η κοπέλα απ’ το Μαρόκο
Μόλις είδε τη μορφή του
Πέταξε από χαρά
Έλαμπε όλη η ύπαρξή του
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι
Και με άρρωστο το σώμα
Ζωογονούσε τους πιστούς
Που αισθάνονταν σαν πτώμα
Ο παράδεισος κοντά της
Ένιωθε να βασιλεύει
Είδε λίγο απ’ την χάρη
Που καθένας μας γυρεύει
Και αγάπησε εκείνον
Τον θειότατο πατέρα
Που εδίδασκε πολλάκις
Σιωπηλά όλη την ημέρα
Όλα πλέον τα σημεία
Την καλούσανε να φτάσει
Στον νυμφώνα του Κυρίου
Και Αυτόν να αγκαλιάσει
Κι ήρθε η μεγάλη ώρα
Για εκείνη την γενναία
Απ’ την επόμενη τη νύχτα
Θα ‘χει αγγέλους για παρέα
Μες απ’ την άγια κολυμβήθρα
Σε ναό της Μαλακάσσης
Βγαίνει ολόλαμπρη, καθάρια
Σαν απ’ τα βάθη της θαλάσσης
Έλαβε τη θεία χάρη
Απ’ του Δανιήλ τα χέρια
Με το Άγιο βάπτισμά της
Λάμπει σαν τα ουράνια αστέρια
Κι είναι τώρα η Παναγιώτα
Η παλιά η μουσουλμάνα
Χριστιανή εν επιγνώσει
Δεν αισθάνεται ορφάνια
Παντρεμένοι λίγα χρόνια
Με τον αδελφό Μιχάλη
Έχουν τρια μικρά παιδάκια
Η χαρά τους είναι μεγάλη
Τον μικρότερο τον γιο τους
Πορφυράκι ονομάζουν
Γιατί έγινε με θαύμα
Κι όλοι τώρα τον φωνάζουν
Κάποια μέρα είναι κλεισμένη
Στο δωμάτιο του σπιτιού της
Και απ’ τον άγιο ζητούσε
Να λυτρώσει τους καημούς της
Και έτσι αμέσως την σηκώνουν
Και την πάνε να γεννήσει
Είχε χάσει πολύ αίμα
Υπήρχε φόβος να μην ζήσει
Η περιπέτεια θα λήξει
Κι ο γιατρός με «απορία»
Είχες άγιο κοπέλα
Ζεις με τέτοια αιμορραγία
Η συγκίνηση μεγάλη
Η Μαροκινή μας κλαίει
Από τότε η καρδιά της
Με δοξολογία λέει
Γέροντά μου, αγαπημένε
Μες στη σκέψη μου θα είσαι
Με μια ακτίνα στο σκοτάδι
Τις μουντζούρες έλα σβήσε
Και ο Άδης της ψυχής μας
Με ένα φως θα πλημμυρίσει
Τις νεκρές τις αρετές μας
Θα ‘ρθει να ζωογονήσει
ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ Π. ΘΕΟΤΟΚΗ
Ήταν κάποτε παιδάκι
Γεμάτο πάχος και ντροπή
Με σκυμμένο το κεφάλι
Και κρυμμένο στη σιωπή
Όλοι το περιφρονούσαν
Δεν του δίναν προσοχή
Νόμιζαν πως δεν αξίζει
Πως δεν θέλει τη στοργή
Τον κορόιδευαν στην τάξη
Δεν το αγάπησαν αυτοί
Οι καλοί οι μαθητάδες
Που ντροπιάζουν τη φυλή
Κάποτε μέσα στο σπίτι
Βρέθηκε για να σκεφτεί
Ποια σχολή να επιλέξει
Για ανώτερη σπουδή
Οι γονείς του με καμάρι
Του προτείναν στη στιγμή
Να δηλώσει στη φυλλάδα
Και τη Θεολογική
Έτσι έτυχε στο νέο
Που μελέτησε πολύ
Να βρεθεί σε χώρους ξένους
Με ό,τι ποθούσε στη ζωή
Άκουγε για τον Θεό μας
Αλήθειες μεγάλες και ιερές
Που του φέρναν απορία
Και ζαλάδες τρομερές
Έλειπε η εμπειρία
Απ’ του νέου την ψυχή
Δεν εγνώριζε ο καημένος
Τη γλυκιά την προσευχή
Έλεγε στον εαυτό του
Με έναν πόνο δυνατό
Πως θα ήταν κοροϊδία
Να μιλά για τον Θεό
Ένα χρόνο σαν χαμένος
Γύριζε μες στη σχολή
Ώσπου κάποια μέρα ακούει
Κάποια θεία συμβουλή
Ένας γνώριμος του χώρου
Και γνωστός συμφοιτητής
Με απλότητα του λέγει
Πήγαινε να γιατρευτείς
Μες στο κέντρο της Αθήνας
Στην Ομόνοια κοντά
Θα ‘βρεις έναν ιερέα
Που θερμαίνει την καρδιά
Έτρεξε σαν χελιδόνι
Που διψά για μια φωλιά
Στο κελάκι του αγίου
Βρήκε ουράνια ζεστασιά
Ξεκαθάρισαν οι σκέψεις
Πέσαν τα βαριά δεσμά
Δεν υπάρχουν τώρα τύψεις
Λάμπει κι είναι όλο χαρά
Βάζει στόχο στη ζωή του
Υψηλό και σταθερό
Να μιμείται τους αγίους
Και να ζει με τον Χριστό
Με νηστείες και αγρυπνίες
Και πορείες μακρινές
Δυναμώνει το κορμί του
Και θυμίζει νικητές
Φεύγουν τα παλιά τα κόμπλεξ
Τα σπυράκια τα πολλά
Όλοι τώρα τον θαυμάζουν
Και τον θέλουνε κοντά
Παίρνει τρεις υποτροφίες
Αγαπάει τη σχολή
Μελετάει μέρα νύχτα
Και το δέος προκαλεί
Έτσι γνώρισε και μένα
Κάποιο βράδυ στα στενά
Και μιλήσαμε ωραία
Για την πίστη που νικά
Του ‘δωσα πολλά βιβλία
Όμορφα, χριστιανικά
Που τα διάβασε με ζήλο
Και μορφώθηκε πλατιά
Και ήλθε το καλοκαιράκι
Με τις ζέστες τις πολλές
Και αποφάσισαν οι φίλοι
Να υπάγουν διακοπές
Στο Άγιο Όρος θα βαδίσουν
Όπου ζούνε μοναχοί
Φωτισμένοι και αγιασμένοι
Άμωμοι και ζηλευτοί
Τα εμπόδια μεγάλα
Πειρασμοί και αναποδιές
Χάνεται το εισιτήριο
Και οι βαλίτσες οι γνωστές
Όμως όλα ξεπερνιούνται
Και με όρεξη τρανή
Φτάνουνε σε μοναστήρι
Αναπαύονται εκεί
Βλέπουνε τα θεία κάλλη
Και ουράνιες ομορφιές
Λείψανα, τοιχογραφίες
Και οσιακές μορφές
Ασκητάδες και κελιώτες
Ερημίτες που διψούν
Να αγαπήσουν τον Θεό μας
Να ευφράνουν όσους πονούν
Νιώθουν άπειρη αγάπη
Να απλώνεται παντού
Η ειρήνη και η ησυχία
Καθαρίζει κάθε νου
Μες στα δάση τα παρθένα
Με τα αηδόνια να υμνούν
Στο αγιώνυμο το όρος
Περπατούν και τραγουδούν
Όλα είναι τόσο ωραία
Καθαρά και γιορτινά
Των οσίων οι αγρυπνίες
Σε ανεβάζουνε ψηλά
Οι ομιλίες σε στηρίζουν
Σου γλυκαίνουν την ψυχή
Οι ευωδίες των λειψάνων
Σε ευφραίνουν στη στιγμή
Το υγιεινό φαΐ τους
Στα τραπέζια τα κοινά
Συγκεντρώνει τους πατέρες
Σου στηρίζει την καρδιά
Η θυσία τους για όλους
Είναι όντως θεϊκή
Δεν υπάρχει το συμφέρον
Δεν σε θλίβει η οργή
Όλοι ζουν αδελφωμένοι
Με ένα στόχο στη ζωή
Να κερδίσουνε τον έναν
Τον Χριστό, τον Λυτρωτή
Ο γνωστός ο Παναγιώτης
Συγκλονίστηκε με αυτά
Τα ωραία, τα μεγάλα
Τα αγνά ιδανικά
Θαύμασε τους αγιορείτες
Τα περίλαμπρα παιδιά
Που χαμόγελα χαρίζουν
Και γεμίζουν την καρδιά
Κλαίγοντας μες στην ψυχή του
Έφυγε απ’ τη μονή
Και μου είπε με ένα δέος
Τους αγάπησα πολύ
Και δεν άργησε να πάρει
Μια απόφαση τρανή
Μόλις πήρε το πτυχίο
Τράβηξε για τη μονή
Είναι τώρα ο Παναγιώτης
Αγιορείτης μοναχός
Πόσο λάμπει η μορφή του
Είναι τόσο ταπεινός
Το καινούργιο όνομά του
Έλαβε κάποιο πρωί
Θεοτόκη τον φωνάζουν
Καταφθάνει στη στιγμή
Οι προσευχές του μας στηρίζουν
Εμάς τους τόσο κοσμικούς
Και συχνά μας απαλλάσσουν
Από χίλιους πειρασμούς
Προσευχήσου φιλαράκο
Για εμέ τον ταπεινό
Τον Αρσένιο που γράφει
Τον πολύ αμαρτωλό
29-12-97
Αγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Ήταν μια μικρή κοπέλα
Στρουμπουλή και γελαστή
Οι φωνές της αντηχούσαν
Σε όλη τη μικρή αυλή
Ζούσε όμορφα και ωραία
Σε σπιτάκι ορεινό
Με τους άξιους γονείς της
Και έναν τέλειο αδελφό
Τίποτα όμως στον κόσμο
Δεν θα μείνει σταθερό
Η χαρά βρίσκει τη θλίψη
Και η ζωή το σκοτωμό
Έτσι και η γλυκειά Σοφούλα
Η παιδούλα η μικρή
Βλέπει κάποια κρύα μέρα
Τη μανούλα της νεκρή
Από τη ζήλεια τη μεγάλη
Κάποια θεία της γνωστή
Με τα χέρια της την πνίγει
Δήθεν για να λυτρωθεί
Εμεγάλωσε η κόρη
Άρχισε και το σχολειό
Άκουγε το μάθημά της
Με έντονο ενθουσιασμό
Οι δουλειές όμως στο σπίτι
Δεν αφήναν το ορφανό
Να στρωθεί εις τη μελέτη
Και εθλίβετο για αυτό
Η θετή της η μητέρα
Κουραζόταν σαν γριά
Και συνέθλιβε εκείνη
Τη βασάνιζε αρκετά
Έπλενε, άπλωνε, βοηθούσε
Το δικό της το παιδί
Όλη μέρα εργαζόταν
Έτρεχε σαν παλαβή
Τι να κάνει η καημένη
Η Σοφούλα η καλή
Υπηρέτρια στο σπίτι
Του πατρός της θα βρεθεί
Οι ξαδέλφες της γυρίζουν
Και ψωνίζουν με χαρά
Μα αυτό το κοριτσάκι
Την κουζίνα σιγυρά
Όμως πρόσκληση ωραία
Δέχεται κάποιο πρωί
Να κατέβει στην Αθήνα
Να βοηθήσει συγγενή
Ήταν στα δεκαεννιά της
Όμορφη και φωτεινή
Με γλυκύτητα και χάρη
Και μελωδική φωνή
Την Τριπολιτσά αφήνει
Την σπουδαία την τρανή
Που εδόξασε το γένος
Και έβγαλε άνδρες με πυγμή
Σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι
Τώρα θα υπηρετεί
σε οικογένεια γνωστή της
που ‘χει αγιάτρευτη πληγή
Δυο κορίτσια προστατεύει
Με πολύ-πολύ στοργή
Και την άρρωστη τη μάνα
Τη φροντίζει όσο μπορεί
Και όταν πέθανε εκείνη
Η μητέρα η λαμπρή
Έγινε η γλυκιά Σοφία
Άλλη μάνα στοργική
Αγαπάει τα παιδάκια
Τα διαβάζει, τα ξυπνά
Τα μαθαίνει ιστορίες
Και αισθάνεται χαρά
Δέκα χρόνια παραμένει
Στην οικεία τη γνωστή
Και σαν μοναχή εν κόσμω
Κάνει άκρα υπακοή
Δεν μπορεί πια να πιστέψει
Πως αυτή θα παντρευτεί
Ένα πράγμα επιδιώκει
Των παιδιών την προκοπή
Και η ορφανή κοπέλα
Δεν πληρώνεται για αυτά
Που προσφέρει με αγάπη
Στα ταλαίπωρα ορφανά
Ο δεσπότης της οικείας
Γίνεται συχνά σκληρός
Ένα δώρο δεν προσφέρει
Τσιγκούνης είναι δυστυχώς
Κι όταν όμως δυσκολεύουν
Οι συνθήκες της ζωής
Η φροντίδα του Θεού μας
Παραμένει διαρκής
Ένας θείος φωτισμένος
Και λεβέντης στην ψυχή
Κάνει λόγο στην Σοφία
Για έναν άνδρα συμπαθή
Είναι ώριμος και ωραίος
Με ευαίσθητη καρδιά
Ο αδελφός του ο Κανέλλος
Που στις θάλασσες γυρνά
Τη Σοφία μόλις βλέπει
Ήρεμη και σιωπηλή
Παίρνει απόφαση ραγδαία
Θέλει να την παντρευτεί
Και έτσι γίνεται ο γάμος
Κάποιο βράδυ σε ναό
Και το ορφανό κορίτσι
Βρίσκει σύντροφο καλό
Μα οι πίκρες δεν τελειώνουν
Ποτέ μέσα στη ζωή
Κι η Σοφία σε ένα χρόνο
Κάνει μια αποβολή
Τρία ζωντανά αγγελούδια
Χάνει σύντομα αυτή
Μόνη ελπίδα μες στο κλάμα
Η θερμή της προσευχή
Παναγιά μου γλυκυτάτη
Συ που έφερες στη γη
Τον Χριστό μας και Θεό μας
Άκουσε μια ταπεινή
Χάρισέ μου την υγεία
Δώσε μου ένα παιδί
Και σε εσένα θα το τάξω
Σε μονή θα βαπτιστεί
Και δεν άργησε η μάνα
Να αισθανθεί μες στην κοιλιά
Ένα νέο πλασματάκι
Να κουνιέται ζωηρά
Οκτώ μήνες στο κρεβάτι
Κάθεται με υπομονή
Και ο ζηλευτός Κανέλλος
Τη φροντίζει με στοργή
Έτσι έρχεται στον κόσμο
Κοριτσάκι μαλλιαρό
Που θυμίζει κουνελάκι
Είναι τόσο δα μικρό
Το βαπτίζουν στο Αμπελάκι
Στη μονή της Παναγιάς
Και προσφέρουνε αρνάκι
Σαν κι αυτό της Πασχαλιάς
Τώρα όλα μες στο σπίτι
Είναι όντως γιορτινά
Και η μανούλα η Σοφία
Κάνει κι άλλα δυο παιδιά
Στο Παγκράτι διαμένει
Σε σπιτάκι πτωχικό
Όμως πάλι θα προσφέρει
Με ένα ζήλο θεϊκό
Ένα θείο πονεμένο
Άρρωστο μα και σοφό
Θα δεχτεί να διακονήσει
Μες στο σπίτι το μικρό
Και ο πατέρας ξεκινάει
Να ανοίξει μαγαζί
Κρεοπωλείο στο Παγκράτι
Για να κάνει προκοπή
Ο Θεός που επιβλέπει
Εξ αρχής τον ευλογεί
Μ’ ένα θαυμαστό σημείο
Του ευφραίνει την ψυχή
Ένα σταυρουλάκι μαύρο
Βρίσκεται στο μαγαζί
Μέσα σε μια κάσα ψάρια
Στην πρώτη που άνοιξε εκεί
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
Κι έγινε τώρα γιαγιά
Μα και πάλι όλο κοπιάζει
Για των παιδιών της τα παιδιά
Στον αγαπητό Μιχάλη
Τον λεβέντη αδελφό
Κάθε μέρα θα πηγαίνει
Για να κάνει τον βοηθό
Δώσε δύναμη, Θεέ μου
Στην καλή μας τη μητέρα
Και σε θρόνο που θα λάμπει
Ύψωσέ τη κάποια μέρα
Και στον γιο της τον μεσαίο
Τον Αρσένιο που γράφει
Δώσε φώτιση και χάρη
Για να σε υμνεί στην πλάση
Και τον ευλαβή πατέρα
Τον ακούραστο Κανέλλο
Που με την πλατειά καρδιά του
Αγκαλιάζει κάθε νέο
Μην ξεχνάς να τον στηρίζεις
Για να γίνεται λαμπάδα
Που θα καίει μέρα-νύχτα
Στην Αγία μας Ελλάδα
03-01-98
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
ΣΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ
Στων γερόντων την αυλή
Στέκονται με συστολή
Τα γερόντια τα καημένα
Που δεν έχουνε κανένα
Η ζωή τους κατά τα άλλα
Φαίνεται ήσυχη, ωραία
Δίχως μέριμνες ποικίλες
Κάθονται σε μια παρέα
Οι κυρίες της κουζίνας
Με τη θεία προσφορά τους
Μαγειρεύουν κάθε μέρα
Τα αισθάνονται παιδιά τους
Φαίνονται όμως πικραμένοι
Και συχνά μελαγχολούν
Καθώς είναι αναγκασμένοι
Άλλοι να τους οδηγούν
Δεν ορίζουν τη ζωή τους
Ζούνε στρατιωτικά
Άλλοι αποφασίζουν πάντα
Ποια θα είν’ τα φαγητά
Όσο άνετα κι αν είσαι
Σε κελί της φυλακής
Πάντα θα ‘χεις έναν πόνο
Που δεν σε ρωτάει κανείς
Άλλοι πάντα αποφασίζουν
Και προγράμματα κολλούν
Είναι αδύνατο εξάλλου
Όλοι να ικανοποιηθούν
Ας μην είμαστε ακραίοι
Αδελφοί μου χριστιανοί
Όταν δούμε τα γερόντια
Να γκρινιάζουν στη στιγμή
Θέλουν να εκτονωθούνε
Έχει βάρος η σκλαβιά
Όσο κι αν πληθαίνουν πάντα
Τα ωραία φαγητά
Δώστε λίγο απ’ τη ζωή σας
Κάποια ελάχιστα λεπτά
Για να πείτε «καλημέρα»
Στον καθένα χωριστά
Νιώθουν όμορφα, γελάνε
Όταν νιώθουν πως εσύ
Δεν τους βλέπεις σαν μια μάζα
Σαν αγέλη ζωική
Η προσωπική η σχέση
Έχει κάτι θεϊκό
Αφού πάντοτε μιλάμε
Για προσωπικό Θεό
04-07-2002
ΑΓΡΥΠΝΗ ΚΑΡΔΙΑ
Γράφω τώρα ένα ποίημα
Με πονετική καρδιά
Για τα χάλια μας τα μαύρα
Που πιέζουν την καρδιά
Οι πολλές οι διασπάσεις
Και οι πολυμερισμοί
Είναι όντως δυστυχία
Για μια ευαίσθητη ψυχή
Είναι ο νους πλασμένος έτσι
Ώστε όλο να πηδά
Να κινείται με ζωντάνια
Σε λαγκάδια, σε βουνά
Είναι θείο όμως έργο
Να του στρέψεις την ορμή
Προς τα θεία μεγαλεία
Στου Χριστού μας τη μορφή
Για να γίνει αυτό το έργο
Το ανέβασμα του νου
Πρέπει να έχουν οι αισθήσεις
Την εγρήγορση φρουρού
Με τη μοναξιά τη θεία
Τη νηστεία, την ευχή
Δύναται η ψυχή να νιώσει
Την ουράνια ηδονή
Λέμε ναι στην εργασία
Στις ατέλειωτες δουλειές
Που όμως δεν κρατούν το νου μας
Στις χαρές τις τωρινές
Είναι τέχνη και επιστήμη
Άκρως ψυχοθεραπευτικό
Να ‘σαι μέσα στην Ομόνοια
Και να ζεις για τον Χριστό
Η προσκόλληση σε Εκείνον
Τον θεράποντα γιατρό
Μας ξεπλέκει από αγχώδεις
Προσκολλήσεις στο λεπτό
Μόνο έτσι όταν ζούμε
Με λαχτάρα στον Χριστό
Όλα αξιοποιούνται
Και δεν θέλουμε γιατρό
Ύψωσε τα χέρια εκείνα
Που βοηθούσαν στις δουλειές
Και με πνεύμα που διψάει
Κάνε λίγες προσευχές
Τότε αποκτούνε χάρη
Και οι πολυμερισμοί
Και με πνεύμα μαθητείας
Διακονείς με την ευχή
Και να, χέρια αγιασμένα
Που ‘φτιαξαν έργα ζωής
Διασπείρουνε τη χάρη
Σε λογής-λογής τομείς
Κοίταξε εικόνες θείες
Όμορφα ψηφιδωτά
Έργα που ‘μειναν στο χρόνο
Και δεν τα ‘φαγε η σκουριά
Είναι λείψανα αρχαίων
Αγιασμένων ασκητών
Η κληρονομιά η θεία
Πολυάριθμων γενεών
Όλα αποκτούν ουσία
Και οι πιο φθηνές δουλειές
Όταν γίνονται με αγάπη
Και με καρδιακές ευχές
Ευχηθείτε, αδελφοί μου
Και για μένα τον μικρό
Να ‘χω αγάπη για τον κόσμο
Και η καρδιά μες στον Χριστό
Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ
Η καλή μας η κοπέλα
Που ‘ναι τόσο γελαστή
Ώρες-ώρες συννεφιάζει
Και θυμίζει μια νεκρή
Η ψυχή έχει τη χάρη
Και γιορτάζει και πηδά
Λάμπει, αστράφτει η μορφή της
Και το πρόσωπο μειδιά
Είναι η φύση μας ωραία
Και οι άνθρωποι καλοί
Όλοι τους με συμπαθούνε
Και η ζωή δώρο βαρύ
Η γλυκύτης της καρδίας
Και η πραότης του Χριστού
Έρχονται να κατοικήσουν
Στην ψυχή του ταπεινού
Ζώντας έτσι η κοπέλα
Με ζωντάνια διακονεί
Όλα μοιάζουνε με χόμπι
Και προσφέρουν ηδονή
Έτσι δύναται να είσαι
Μες στη μαύρη Αφρική
Στις χορτάρινες καλύβες
Για ιεραποστολή
Να μην έχεις τα αναγκαία
Με ελάχιστη τροφή
Και το σπήλαιο να μοιάζει
Με παλάτι βουλευτή
Να λυπάσαι τους εχθρούς σου
Να προσεύχεσαι για αυτούς
Να αλλάζεις κατακοίτους
Να συντρώγεις με λεπρούς
Να η θεία Γαβριηλία
Η ασκήτρια μοναχή
Γιόρταζε μες στις Ινδίες
Μόνη, έρημη, φτωχή
Η αγάπη στους αρρώστους
Και στα ορφανά παιδιά
Νύχτα μέρα την καλούσε
Για να φέρνει τη χαρά
Ξέρει η χάρις του Κυρίου
Να προσφέρει στο λεπτό
Τη γλυκιά παρηγοριά της
Και σε πρόσωπο ψυχρό
Αρκεί όμως η κοπέλα
Που την πνίγουν λογισμοί
Στο συννεφιασμένο τόπο
Να ανάψει ένα κερί
Να στραφεί στην εκκλησία
Να πετάξει λογισμούς
Με τη θύμιση Εκείνου
Που χορταίνει τους πτωχούς
Να ορμά με θεία χάρη
Με ένταση για προσφορά
Όπου ο Κύριος ορίζει
Και ανοίγει τα πτερά
Ευχηθείτε αδελφοί μου
Για τη νέα τη γλυκιά
Να μην μένει στην ομίχλη
Να πετά στα φωτεινά
Με νηστεία και αγρυπνία
Μυστηριακή ζωή
Νιώθεις άνοιξη εντός σου
Και χειμώνας δεν χωρεί
Ενωθείτε ενορίτες
Συνεργάτες μου καλοί
Κι όλοι να ‘μαστε ένα πνεύμα
Μια καρδιά, μια προσευχή
Τότε θα ‘ναι πιο ωραία
Θα πετάνε οι δουλειές
Και η ενοποιός η χάρης
Θα φωλιάζει στις ψυχές
Τα παράπονα, η γκρίνια
Και η πίκρα η γνωστή
Κατατρώγουν τις υπάρξεις
Την ριμάζουν την ψυχή
Γι’ αυτό πάντα να ευλογούμε
Να μην δίνουμε «λαβή»
Στο πανούργο «ταγκαλάκι»
Που δεν λέει να κοιμηθεί
05-07-2003
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ
Δεν είναι εύκολο αδελφοί μου
Να ‘χεις ποίμνη λογική
Να μπορείς να κατευθύνεις
Του ανθρώπου τη ζωή
Μέσα εις τις ενορίες
Έρχεσαι να δεις συχνά
Πρόσωπα που λαχταράνε
Να βιούν κοινοτικά
Θέλει ο άνθρωπος τη σχέση
Ένα χάδι φιλικό
Να αισθάνεται πως είναι
Πρόσωπο μοναδικό
Και έρχεται ο ιερέας
Ο ποιμένας του Θεού
Να συμβάλλει στην ειρήνη
Του ορθόδοξου λαού
Κάποτε στην ενορία
Σε ένα χώρο φιλικό
Που ‘χε νέους από χρόνια
Θέλησα να ενταχθώ
Με καλούς βοηθούς, στελέχη
Που ‘χαν ζήλο προσφοράς
Μάζεψε η ενορία
Τα παιδιά της ζητιανιάς
Ήσαν όλα οργανωμένα
Με κουσούρια φοβερά
Το τσιγάρο, το ξενύχτι
Τους ριμάζαν την καρδιά
Χτύπαγαν μικρά παιδάκια
Έγραφαν στα ιερά
Πέτρες ξέκοβαν μεγάλες
Θέλανε πολλά λεφτά
Τον καλό γλυκό το λόγο
Και ένα κέρασμα συχνά
Είχαμε τα μόνα όπλα
Που φωτίζανε αυτά
Πήγαμε και περιπάτους
Έγιναν και εκδρομές
Και τα αλβανά παιδάκια
Δεν θυμίζανε το χθες
Στου Κοινούση την έπαυλη
Σε μονές ιστορικές
Γνώρισαν τα ιερά μας
Τις ουράνιες χαρές
Τώρα που ο τόπος μοιάζει
Με κυψέλη παιδική
Τίποτα πια δεν θυμίζει
Την παλιά την εποχή
Πάνε οι σκληρές συγκρούσεις
Οι πολλοί βανδαλισμοί
Τώρα που τους βλέπω σκόρπια
Είναι τόσο ευγενικοί
Γεια σου, πάτερ θα φωνάζουν
Με σπαστά ελληνικά
Μια ανάμνηση αγάπης
Έχουνε μες στην καρδιά
Σήμερα λοιπόν ελάτε
Με τα χέρια καθαρά
Να τεντώσουμε το βλέμμα
Στου ουρανού τα φωτεινά
Να μιλήσουμε σε Εκείνον
Τον θεάνθρωπο Χριστό
Να ακούσει δυο λογάκια
Από εμέ τον ταπεινό
Έλα, Κύριε Θεέ μας
Να ποιμάνεις τον λαό
Του προφήτη μας Ηλία
Που δεν έχει οδηγό
Έλα μέσα στις ψυχές μας
Και ένωσέ μας καρδιακά
Για να ζούμε μες στους άλλους
Δίχως πάθη φοβερά
Έλα δώσε μας ειρήνη
Και χαρά παντοτινή
Για να νιώθουμε ωραία
Κάθε ώρα και στιγμή
Έλα κάνε μας να ζούμε
Δίχως σχέδια πυκνά
Να αφηνόμαστε σε Σένα
Έτσι άδολα, απλά
Έλα δώσε μας το ζήλο
Των μεγάλων ασκητών
Για να νιώθουμε τη χάρη
Στη «ζαλάδα» των δουλειών
Να ΄μαστε αγαπημένοι
Ενορία δυνατή
Μια οικογένεια μεγάλη
Που αγαπάει τη σιωπή
Όλα να διακονούνε
Το όνομά σου το ιερό
Να μην είναι αγγαρεία
Η στροφή προς τον Θεό
Τότε που η σκέψη στρέφει
Με λαχτάρα την ψυχή
Προς τα κάλλη τα αιώνια
Μ’ όλα νιώθουμε ηδονή
Και τις σκάλες να σκουπίζεις
Και να τρίβεις σιδεριές
Και όμως να ‘ναι όλα ωραία
Δεν θυμίζουν φυλακές
Ευχηθείτε ενορίτες
Ευλαβείς χριστιανοί
Την ενότητα να ζούμε
Που ‘ρχεται την Πεντηκοστή
ΤΑ ΝΕΥΡΑ
Είναι προνόμιο σπουδαίο
Να έχεις νεύρο στην ψυχή
Για να κρατιέται αυτή ολόρθια
Και να μην είναι πλαδαρή
Το νου μου νεύρωσον Χριστέ μου
Λέμε σε μια προσευχή
Για να μην πέφτει στη σαπίλα
Και προσκολλάται εδώ στη γη
Η καλλιέργεια της μνήμης
Με την μελέτη των γραφών
Δίνει τροφή μες στην καρδιά μας
Γεμίζει τον έσω εαυτόν
Θεοφιλώς αξιοποιείτε
Τις δυνάμεις της ψυχής
Και μην ξοδεύετε τα νεύρα
Σε πράξεις άνανδρες, οργής
Πληγώνετε τον αδελφό σας
Φωνάζετε υστερικά
Και αχρηστεύετε δυνάμεις
Που λειτουργούν σε σας βαθιά
Όλο το νεύρο και τον πόθο
Τη λαχτάρα του νοός
Δώστε τα με ευγνωμοσύνη
Εκεί που θέλει ο Χριστός
Για να βρεθείτε αδελφοί μου
Μέσα στη θεία χαρμονή
Χρειάζεται να εργασθείτε
Επιμελώς στην προσευχή
17-10-2003
Οδεύοντας στο Άγιο Όρος
ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
Το Άγιο Όρος το ποτίζει
Μια χάρις αέναη, βαθιά
Που μεταφέρει την ψυχή σου
Σε τόπους δίχως σκοτεινιά
Γεμάτος άγχος και δεσμεύσεις
Με το πλοιάρι της γραμμής
Την Ουρανούπολη αφήνεις
Και εις τη Δάφνη θα βρεθείς
Η ηρεμία του τοπίου
Τα κτίσματα τα ιερά
Τα αγιασμένα χώματά του
Ευφραίνουν όντως την καρδιά
Νιώθεις να είσαι σε άλλο κόσμο
Στου παραδείσου τις μονές
Όλα κυλούν με ησυχία
Δεν θα ακούς εκεί φωνές
Το φωτεινό καθάριο βλέμμα
Των αγνισμένων μοναχών
Λες και προβάλλει απ’ τους τοίχους
Αγιογραφίες ζωντανών
Η ευωδία των λειψάνων
Οι διδαχές οι ταπεινές
Και οι γλυκές οι ψαλμωδίες
Αγρυπνίες συνθέτουν ιερές
Τα διακονήματα ποικίλα
Λειτουργούν ανθρώπους ιερούς
Νιώθεις να γίνονται και ‘κείνα
Με ύμνους αθόρυβους, τερπνούς
Το αποκαλούν και περιβόλι
Της Μάνας μας, της Παναγιάς
Παντού δεσπόζει η μορφή της
Με τις εικόνες της μιλάς
Και έχει αγνότητα ο τόπος
Αγάπη πλούσια, θερμή
Που αρωματίζει τη ζωή μας
Μια όντως θεία διαμονή
Παιδιά που νιώθουν να χτυπιούνται
Απ’ τη φρικτή τη μοναξιά
Έρχονται στο Όρος για να βρούνε
Λόγο, παρέα, συντροφιά
Και θεραπεύονται τα νειάτα
Ξεφεύγουν τα ναρκωτικά
Εις τη Μονή του Γρηγορίου
Βρίσκουν πολλά τη γιατρειά
Σε αυτόν τον τόπο που ανασταίνει
Πληγωμένες, τσακισμένες ψυχές
Το πετραχήλι του ιερέα
Σβήνει αμαρτίες παλαιές
Μέσα στις φλόγες της αγάπης
Της προσευχής της νοεράς
Νιώθεις να ζουν οι αγιορείτες
Παιδιά εκλεκτά της Παναγιάς
Χιλιόχρονη πορεία δόξης
Πνευματική κληρονομιά
Μια μαρτυρία ορθοδοξίας
Για τη δική μας γενεά
Είναι η χώρα των αμώμων
Των καθαρών, των ακραιφνών
Αυτών που ζούνε με λαχτάρα
Το θείο πόθο στον Χριστό
Είναι μνημείο ορθοδοξίας
Που ενώνει όλους τους πιστούς
Αφού εκεί θα βρεις να ζούνε
Άνθρωποι απ’ όλους τους λαούς
Μόνο η πίστη στον Χριστό μας
Ενώνει όντας τους πιστούς
Καθώς αυτό θα δεις να υπάρχει
Στους αγιορείτες μοναχούς
Ας ευχηθούμε αδελφοί μου
Στα παλικάρια του Χριστού
Να έχουν πάντοτε τη χάρη
Για να γλυκαίνουν τους λαούς
Στα Αγιορείτικα κονάκια
Στις σκήτες και εις τις Μονές
Νυχθημερόν σαν λάβα βγαίνουν
Κραυγές καθάριες, ζωηρές
Ας έχει δόξα ο Χριστός μας
Και η γλυκιά μας Παναγιά
Που στη σκληρή την εποχή μας
Υπάρχουν λιμάνια σωστικά
Στο Αγ. Όρος θα πηγαίνουν
Με ευλάβεια προσκυνητές
Για να ρουφούν νέκταρ που λιώνει
Τους πάγους από τις ψυχές
Δεν θα μπορούσα να μην γράψω
Τα λόγια τούτα τα απλά
Καθώς μια μέρα εις το Όρος
Μας έδωσε τόσα πολλά
Με τους πιστούς της ενορίας
Τέσσερις είδαμε μονές
Και προσκυνήσαμε με πόθο
Εικόνες όντως θαυμαστές
Το τίμιο ξύλο του Χριστού
Με το σημάδι απ’ το καρφί
Μας έκαναν να αισθανθούμε
Πως δεν πατάμε εδώ στη γη
Είθε, αδελφοί μου αγαπημένοι
Τέτοιες να κάνουμε εκδρομές
Για να τονώνεται η ζωή μας
Που έχει μέριμνες πολλές
18-10-2003
Επιστρέφοντας από το Άγ. Όρος
ΕΦΘΑΣΕ
Ζούσε ένας νέος
Κάποτε στη γη
Όπου ήθελε να μοιάζει
Στον Θείο Λυτρωτή
Είχε ευαισθησία
Και αγάπη στην καρδιά
Ποτέ δεν προκαλούσε
Καβγάδες με παιδιά
Όταν τον αδικούσαν
Δεν ύψωσε φωνή
Κρυβόταν σε μιαν άκρη
Και έκανε προσευχή
Δεν γνώριζε η καρδιά του
Το μίσος, την οργή
Όλους τους συμπαθούσε
Τους έκλεινε εκεί
Θυμάμαι κάποια μέρα
Του τρίψανε το αυγό
Επάνω στο κανταΐφι
Το ωραίο το γλυκό
Παιδάκια γυμνασίου
Στον φίλο φοιτητή
Που φρόντιζε με κέφι
Την κάθε μια ψυχή
Θα σκύψει το κεφάλι
Το δάκρυ του πολύ
Αρχίζει να μασάει
Μα ο άτακτος πονεί
Πετιέται απ’ το τραπέζι
Στο θάλαμο ξεσπά
Οι τύψεις τον ελέγχουν
Για εκείνον που αγαπά
Και έγινε ζωηρούλης
Το πιο καλό παιδί
Ύστερα από την πράξη
Εκείνη στο φαΐ
Η θεία καλοσύνη
Του ωραίου φοιτητή
Μαλάκωσε αμέσως
Μια άγρια ψυχή
Τα χρόνια θα κυλήσουν
Ήσυχα και αγνά
Και ο νέος ήρωάς μας
Σκορπά παντού χαρά
Δεν θέλει τη μιζέρια
Και την κακομοιριά
Ταπείνωση και χάρη
Ποθεί να βρει ξανά
Υπάκουος σε όλα
Σε όλους, στα μικρά
Γίνεται διακονιάρης
Να σώσει τα παιδιά
Μια φλόγα σιγοκαίει
Μέσα στα σωθικά
Πάσχει για κάθε πλάσμα
Που ζει στα σκοτεινά
Δεν ικανοποιεί καθόλου
Ορέξεις σαρκικές
Φροντίζει να φωτίζει
Ταλαίπωρες ψυχές
Τις ώρες θυσιάζει
Για κάθε αδελφό
Που δεν έχει παρέα
Ούτε και λυτρωμό
Στο σπίτι του πηγαίνει
Μόνο να κοιμηθεί
Προσεύχεται με δέος
Όπου και αν σταθεί
Όποιος και αν πλησιάσει
Με πόνο τα παιδιά
Τότε θα καταλάβει
Το χρέος του για αυτά
Κάθε ένα κουβαλάει
Κάποιο βαρύ σταυρό
Για αυτό μην ξεγελιέσαι
Μην κρίνεις νεαρό
Φοράει σκουλαρίκια
Βραχιόλια, χαϊμαλιά
Όμως μέσα του νιώθει
Συχνά μια μοναξιά
Άπλωσε τις παλάμες
Δώσε λίγο δροσιά
Με απλότητα και αγάπη
Ζέστανε τα παιδιά
Αυτά θα καταλάβουν
Είναι έξυπνα πολύ
Όταν νιώσουν ωραία
Σε ακούνε στη στιγμή
Έτσι λοιπόν ο νέος
Ο άξιος φοιτητής
Κέρδισε πολύ κόσμο
Δίχως να κουρασθεί
Τα όπλα του συνέχεια
Αγάπη, προσευχή
Λεπτότητα και χάρη
Και λόγια με πνοή
Πάψε λοιπόν καλέ μου
Τις πέτρες να πετάς
Σε όποιον συναντήσεις
Και μην κατηγοράς
Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Αγάπησα στα νειάτα μου
Στον ζωντανό Χριστό
Που πόνεσε πολύ για μας
Επάνω στο Σταυρό
Τα θέλγητρα τα κοσμικά
Μου φέρναν αθυμία
Ποθούσε η καρδούλα μου
Τη Θεία Κοινωνία
Στον τάραχο των ηδονών
Που φέρνουν πάντα πίκρα
Προτίμησα σαν λογικός
Της προσευχής τη γλύκα
Η ειρήνη στην βαθειά ψυχή
Και η χαρά η θεία
Είναι δώρα αιώνια
Μέσα στην κοινωνία
Είδα παιδιά που είχανε
Τα πάντα στη ζωή τους
Σπίτι, λεφτά και μόρφωση
Και αίγλη στη μορφή τους
Μα κάτι έλειπε σ’ αυτά
Δεν είχαν ησυχία
Συχνά φωνάζαν νευρικά
Και τα ‘πιανε ανία
Τα ‘βλεπες να γυρίζουνε
Στους δρόμους όλη μέρα
Και να περνούν την ώρα τους
Με έναν καφέ παρέα
Είδα να συναθροίζονται
Να κάνουνε ομάδα
Και να «χτυπούν» μανιωδώς
Την ένδοξη Ελλάδα
Πλησίασα και ρώτησα:
«γιατί καλέ χτυπάτε»
θέλουμε να ξεσπάσουμε
φύγετε, δεν μας πάτε
Βλέπετε πως το άϋλο
Βάθος του έσω ανθρώπου
Θέλει τροφή πνευματική
Μια ζεστασιά προσώπου
Αγάπη θεία και καυτή
Που φέρνει ηρεμία
Και που φορτώνει την καρδιά
Μ’ ουράνια ευλογία
Ειδάλλως η ψυχούλα μας
Με πείνα αιμοβόρου
Θα ψάχνει ατελείωτη
Για λεία, άνευ όρου
Είπε λοιπόν ο γέροντας
Ο Άγιος πατέρας
Πως τα άψυχα δεν φέρνουνε
Κάτι σπουδαίο εις πέρας
Μόνο η χάρις του Θεού
Ανάπαυλα θα φέρει
Στην αγωνιώδη μέριμνα
Σε πάει σ’ άγια μέρη
Και τότε κι η υγρή σπηλιά
Και το πτωχό καλύβι
Είναι για Σε βασίλειο
Και γίνεται στολίδι
Και μέσα εκεί αισθάνεσαι
Να γίνεσαι αιώνιος
Παραδεισένιους γλυκασμούς
Και σταματά ο χρόνος
Και βλέπεις πάντα προς τα εκεί
Ανθρώπους τεθλιμμένους
Που οι σπουδαίες βίλες τους
Ποτέ δεν τους χορταίνουν
Γι’ αυτό και εσύ αγάπησε
Τα θεία μεγαλεία
Που σε χορταίνουνε βαθιά
Και δεν διψάς για βία
Και ανάπνευσε παντού
Και πάντα στη ζωή σου
Έστω και αν είσαι άρρωστος
Και πάσχει το κορμί σου
Αυτά που γράφω φίλοι μου
Δεν είναι θεωρία
Είδα ανθρώπους ασκητές
Που είχαν μεγαλεία
Πηγαίνουν πάμπολλοι σ΄ αυτούς
Που ζούσαν μες στα πλούτη
Με ζαρωμένη ύπαρξη
Και πρόσωπο «φαφούτη»
Και αυτοί οι πάμπτωχοι ασκητές
Που ζούσαν την αγάπη
Τους έκαναν να λάμπουνε
Τους διώχνανε τη λάσπη
Τους δίναν ώθηση γερή
Πτερά για να ανεβούνε
Μ’ ανάλαφρο καθάριο νου
Εκεί που δεν πονούνε
Στου Σταυρωθέντος τις Μονές
Στου ουρανού τα κάλλη
Που περιμένουν τις ψυχές
Με προσμονή μεγάλη
Αρναία Χαλκιδικής
21-02-2001
Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
Κάποτε στο Μανχάταν
Κατέρρευσαν οι πύργοι
Και χάθηκαν υπάρξεις
Δεν ήσαν και ολίγοι
Αν είναι όμως γραμμένο
Να ζήσει μια ψυχή
Και ο ουρανός αν πέσει
Θα μείνει ζωντανή
Ήταν στη Χιροσίμα
Πριν χρόνους αρκετούς
Καλόγρια που ευχόταν
Με ανεσταγμούς
Τότε συνέβη εκείνο
Το τόσο φοβερό
Που έβαλε στο τάφο
Πολυπληθή λαό
Μια βόμβα μεγατόνων
Τη λένε ατομική
Έσπειρε πανταχόθεν
Τη φρίκη στη στιγμή
Μα εκείνη δεν ησθάνθη
Αλλοίωση καμιά
Καθώς αναλυόταν
Σε διάφορα πολλά
Μόνο μετά από λίγο
Βλέπει στη γύρω γη
Να είναι όλα θαμμένα
Να χουν καταστραφεί
Θυμάμαι τώρα μόλις
Και κάτι τρομερό
Που ‘γινε στον αέρα
Στο «falkon» το γνωστό
Ήταν το αεροπλάνο
Που ‘πεσε στο κενό
Κι έφερε σε ανθρώπους
Θάνατο φοβερό
Μα μια ψυχή ωραία
Που ήταν συνοδός
Γλίτωσε από θαύμα
Το ‘θελε ο Θεός
Πριν γίνει το μοιραίο
Έστέκετο εκεί
Που ήσαν όλοι εκείνοι
Που αφήσαν την πνοή
Όμως κάτι της είπε
Να πάει πιο μπροστά
Μέσα εις τους πιλότους
Που ήταν πιο στενά
Εκεί την βρήκε η πτώση
Η τόσο φοβερή
Που έσπειρε τη φρίκη
Και την καταστροφή
Το στένεμα του χώρου
Την κράτησε σφιχτά
Και έτσι δεν την ευρήκε
Καμία συμφορά
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ
Ήταν τρυφερό λουλούδι
Πάνσεμνο και ευωδιαστό
Η μικρή μας η κοπέλα
Ένα άνθος στο δρυμό
Βιάστηκε όμως να ανθίσει
Πριν ανοίξει ο καιρός
Πριν φανούν τα χελιδόνια
Και γλυκάνει ο ουρανός
Έτσι οι σκληροί βοριάδες
Άνεμοι ορμητικοί
Χτύπησαν το μπουμπουκάκι
Πλήγωσαν αυτό πολύ
Ο καλός μας ο Θεούλης
Φώτισε έναν γεωργό
Να περάσει απ’ τον τόπο
Και να γιάνει το βλαστό
Με απαλές, λεπτές κινήσεις
Μεταφέρει το φυτό
Και το θέτει σε ένα κτήμα
Φωτεινό και καθαρό
Συνεχώς έχει το νου του
Το φροντίζει με στοργή
Το ποτίζει, το λιπαίνει
Το σκεπάζει στη βροχή
Το μικρό μας το λουλούδι
Η κορούλα η καλή
Άρχισε να ευωδιάζει
Να ομορφαίνει την αυλή
Με την προσευχή τη θεία
Που ανοίγει την καρδιά
Έμαθε να διοχετεύει
Τα αισθήματα τα αγνά
Τα άπλωσε εις τους ανθρώπους
Στα παιδιά της γειτονιάς
Στους μεγάλους, στους παππούδες
Που δεν έχουν συντροφιά
Και έτσι άλλαξε η ζωή της
Νιώθει χάρη θεϊκή
Πως δεν είναι ένα σκουπίδι
Είναι χρήσιμη στη γη
Και όταν έρθει εκείνη η ώρα
Που θα ανοίξει σπιτικό
Θα μπορεί να φέρει εις πέρας
Το μεγάλο το σταυρό
Θα έχει ωριμάσει πλήρως
Και θα δύναται αυτή
Με τα τόσα αισθήματά της
Πάντα να δημιουργεί
Να γλυκαίνει τα παιδιά της
Και το ταίρι στη ζωή
Αλλά και τον άλλο κόσμο
Που δεν έχει μια στοργή
Έτσι δεν θα νιώσει μόνη
Έρημη και ορφανή
Έστω κι αν για κάποιους λόγους
Χάσει κάτι που εκτιμεί
Θα έχει αγάπη ζωογόνα
Που σε κάνει ζωντανό
Που σε σπρώχνει σε θυσίες
Έξυπνο, εφευρετικό
Μην στενεύεις την αγάπη
Σε ένα δέντρο αδελφέ
Είναι όμορφο το δάσος
Και δεν χάνεται ποτέ
Ναι, θα χαίρεσαι το δέντρο
Όχι όμως μόνο αυτό
Γιατί άμα καταρρεύσει
Θα ‘χεις πάντα τον καημό
Η αγάπη του Χριστού μας
Αγκαλιάζει όλη τη γη
Κι όποιος θέλει να την έχει
Δεν θα χάσει στη ζωή
Δεν νιώσει ποτέ μόνος
Όλοι να τον εκτιμούν
Θα θελήσουν τη στοργή του
Και βαθιά θα αναπαυθούν
Εύχομαι στο λουλουδάκι
Απ’ τα βάθη της ψυχής
Πάντοτε να ευωδιάζει
Στους διαβάτες της ζωής
09-06-2004
Η ΑΝΤΖΕΛΑ
Η Άντζελα η γελαστή
Με το ξανθό μακρύ μαλλί
Έχει για ταίρι στη ζωή
Τον Άθα της το συμπαθή
Έχει σβελτάδα τρομερή
Τα πάντα κάνει στη στιγμή
Πλένει, σκουπίζει, σιγυρεί
Το σπίτι λάμπει το πρωί
Η ευγένειά της συγκινεί
Το sorry εύκολα θα πει
Όταν νομίζει πως αυτή
Αυτό που είπε προκαλεί
Είναι η καρδιά της τρυφερή
Ευαίσθητη και ντροπαλή
Σαν το λουλούδι το απαλό
Μαραίνεται στον τσακωμό
Έχει θεμέλιο γερό
Τον χαρακτήρα τον καλό
Που με ευκολία αρκετή
Πλάθεται στην αρετή
Θα ‘ταν μεγάλη μου χαρά
Να βλέπει τούτη την καρδιά
Να πάλλεται για τον Χριστό
Που αγάπησε τον κόσμο αυτό
Τότε θα νιώσει η ξαδέλφη
Τι ομορφιά που ‘χει η ζωή
Έστω κι αν έξω, κάτω στη γη
Πόλεμοι ακούγονται πολλοί
Με τον Χριστό για οδηγό
Θα φωτιστεί μες στο μυαλό
Και με τον άνδρα της μαζί
Θα ανέβει εις την κορυφή
Πόνοι και θλίψεις και καημοί
Δεν θα σοκάρουνε αυτή
Έχει για φίλο προσευχή
Που τα πετάει στη στιγμή
Ο πονεμένος μας Θεός
Σταύρωση υπέμεινε αυτός
Και πήρε στα χέρια τα ανοιχτά
Κάθε βασανισμένου την καρδιά
Το θάνατο Αυτός νικά
Για να ανεβάσει εκεί ψηλά
Στην παραδείσια ομορφιά
Τα σταυρωμένα του παιδιά
Βγαίνει απ’ τον τάφο νικητής
Ουράνιος θριαμβευτής
Για να ανεβάσει εκεί ψηλά
Τα σταυρωμένα του παιδιά
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Λέγει ο χρυσός στο μάρμαρο
Ποιος ήλιος λάμπει σαν και με
Ποιο φως έχει το φως μου
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ
Την ευτυχία φέρνω
Εγώ ακονίζω του φονιά
Το δίκοπο μαχαίρι
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά
Του κλέφτη μου το χέρι
Εγώ τις άσχημες τις ομορφαίνω
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο
Εγώ νικώ την αρετή, καταπατώ το νόμο
Θρόνους γκρεμίζω από ‘δω
Θρόνους εκεί στηλώνω
Και συ τι κάνεις μάρμαρο
Και τ’ απαντά εκείνο
Και ‘γω σε τάφο σκοτεινό
Τη δύναμή σου κλείνω
Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Ο κόσμος πόνεσε πολύ
Εγύρισε παντού στη γη
Μα δεν ευρήκε τη χαρά
Που του ‘φευγε από μπροστά
Γέλια ακούγονται τρελά
Νεύρα ταράζουν την καρδιά
Χέρια χτυπούν σπασμωδικά
Θέλουν να σπάσουν τα δεσμά
Θυμάμαι ένα βραδινό
Που ήμουν στον θείο τον καλό
Τον κύριο με τη βαριά φωνή
Που επαινούσε την κλοπή
Τα λόγια ξέφτισαν εκεί
Που κουρελιάστηκε η ψυχή
Είπαν πολλά για τα σκυλιά
Για την μεγάλη τους κοιλιά
Άνθρωποι κούφιοι και ρηχοί
Που παλαντζάρουν στη ζωή
Δεν θέλουν να ξέρουν πως αυτοί
Μπορούν να φτάσουν στην κορυφή
Τους δίνεις δώρα φωτεινά
Φάρμακα που λύνουν τα δεσμά
Που φτερουγίζουν την ψυχή
Σε χώρους με άρρητη ηδονή
Κι όμως κλείνονται σε αυτά
Που καταλήγουν στη φθορά
Η μικρή πτωχή καρδιά
Του χριστιανού πόσο πονά
Οι άγιοι από ψηλά
Προσεύχονται παντοτινά
Είναι η αγάπη τους βαθιά
Δεν θέλουν να μας εύρη η φωτιά
Νηστεία, πίστη, προσευχή,
Ταπείνωση και υπομονή
Απόκτησε άνθρωπε εσύ
Που επιθυμείς την αρετή
Και τότε γαλήνεψε η καρδιά
Εγέμισες με μια χαρά
Που θέλεις να ζεις παντοτινά
Ακόμα και σε μια σπηλιά
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
Ο έρωτας σπρώχνει με ορμή
Τον νέο προς τη νεαρή
Και ζωντανεύει το παιδί
Που πρώτα φοβόταν τη βροχή
Έρωτα αδιάκοπο, ζεστό
Έχει ο πιστός για τον Χριστό
Που πόνεσε για μας στη γη
Για να μας σώσει την ψυχή
Πλαταίνει έτσι η καρδιά
Γεμίζει μ’ αγάπη θεϊκιά
Και έτσι ανόθευτη αυτή
Θα αγκαλιάσει όλη τη γη
Εχθροί και φίλοι για αυτή
Είναι αδελφοί αληθινοί
Έχουν αθάνατη ψυχή
Που θέλει ένα φως για να χαρεί
Χτυπά ο άνεμος συχνά
Αυτή την καθαρή καρδιά
Μα άδειασε από τη βρωμιά
Που την βαστούσε χαμηλά
Τα καρποφόρα δένδρα στην αυλή
Έχουν τις ρίζες τους στη γη
Μα τίποτα δεν τα κουνά
Προσφέρουν τα φρούτα τους συχνά
Σιωπηλά και ταπεινά
Με τον Χριστό να κυβερνά
Ρίζες απλώνει κι η ψυχή
Καρπούς πολλούς ευδοκιμεί
Και τα χτυπήματα πολλά
Μοιάζουν με χάδια πατρικά
Που μαλακώνουν την καρδιά
Που καθαρίζουν τη σκουριά
Το άχρηστο σίδερο μες στη φωτιά
Πλάθεται από το σιδερά
Και ο χρυσός στην πυρκαγιά
Αστράφτει πέρα μακριά
Και οι θλίψεις μέσα στη ζωή
Δεν λαμπικάρουν την ψυχή
Υπάρχει μεγαλύτερη χαρά
Ανέβα εις τον Γολγοθά
Το κάρφωμα εις τον Σταυρό
Για τον γλυκό μας τον Χριστό
Ήταν μια πράξη θλιβερή
Συνάμα και λυτρωτική
Ανάσταση και Πασχαλιά
Θα περιμένει εκεί ψηλά
Όποιον εσταύρωσε καλά
Τα πάθη του τα βρωμερά
Παρακαλέστε τον Χριστό
Να αισθανθούμε ζωντανό
Το πρόσωπό του το γλυκό
Να μας ζεστάνει το κενό
ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ
Τα δένδρα ανθίζουν στην αυλή
Και ομορφαίνουν τη ζωή
Μα η καρδιά μας η πτωχή
Μαραίνεται και δεν πενθεί
Θέλει να ζήσει φωτεινά
Σαν το πουλί εις τα βουνά
Που αγναντεύει από ψηλά
Κάμπους, λαγκάδια και χωριά
Χρόνους πολλούς ψάχνει να βρει
Κάτι γερό για να πιαστεί
Τα πάθη της τα βρωμερά
Σπάνε, τι κρίμα, τα φτερά
Μα έμαθε για μια ψυχή
Που ζει ψηλά στην κορυφή
Σε μια παράγκα πτωχική
Σαν ασκητής στη σιωπή
Γοργά ανεβαίνουμε εκεί
Στου Ωρωπού την περιοχή
Έχουμε ακούσει πως πολλοί
Γιατρεύτηκαν απ’ την πληγή
Το πρόσωπό του πορφυρί
Λάμπει και μοιάζει με παιδί
Που έλαβε απ’ τη μαμή
Δώρο αξέχαστο, βαρύ
Χάρη αδιάκοπα σκορπά
Τον συναντούμε πρώτη φορά
Μα ξέρει για μας τόσα πολλά
Άγιο βλέπω, τι χαρά
Τα μαραμένα τα κλαδιά
Βγάζει με τρόπο απ’ την καρδιά
Και με λογάκια δροσερά
Ποτίζει αυτή που τόσο διψά
Τα θαύματά του είναι πολλά
Βλέπει αετίσια μακριά
Δεν τον εμποδίζει το κελί
Να φτάσει και στην Αφρική
Η αγάπη του για τον Χριστό
Τον έκανε μικρό Θεό
Και έτσι απόκτησε στη γη
Αγγελική περιβολή
Τον Λάκη τον θαλασσινό
Τον καλοκάγαθο τον νιο
Τον ευλογεί στην κεφαλή
Και του γεμίζει την ψυχή
Η Ανδρονίκη η πιστή
Με αμάξι παλιό κυκλοφορεί
Σε μια απότομη στροφή
Κατρακυλά και θα χαθεί
Τον γέροντα έντρομη καλεί
Και την ακούει στη στιγμή
Το αμάξι κόλλησε στη γη
Πριν στο κενό να βουτηχθεί
Την άλλη μέρα με στοργή
Τα πόδια του γέροντα φιλεί
Μα πριν προλάβει να του πει
Της μίλησε για τη σκηνή
Πρόσεχε, παιδί μου, στη στροφή
Σ’ άκουσα και έτρεξα εκεί
Είναι για μας η προσευχή
Μεγάλο όπλο στη στιγμή
Το κλάμα έτρεχε βροχή
Δώσε μας γέροντα ασκητή
Λιγάκι χάρη θεϊκή
Και τότε γιορτή παντοτινή
Θα ‘χει η ψυχή όπου βρεθεί
Η Μανουέλα η μικρή
Ήθελε Σάμο να βρεθεί
Μα ο γέροντας την προκαλεί
Στάσου μην κάνεις την αρχή
Και είχε δίκιο ο σοφός
Ο ασπρογένης μοναχός
Αν πήγαινε εις το νησί
Νέο θα της δίναν στη στιγμή
Ο πατερούλης ο γλυκός
Να σβήνει αισθάνεται αυτός
Φόβος τον πιάνει στη στιγμή
Τον γέροντα εκλιπαρεί
Είναι παιδί μου νευρικό
Να μην φωνάξεις τον γιατρό
Χαλάρωσε μες στην καρδιά
Αν θες η υγεία να νικά
Είχε καιρό να αισθανθεί
Την πάθηση τη σχετική
Τρέχει στον γέροντα να πει
Γιατρεύτηκα απ’ την πληγή
Ο χαριτόβρυτος σκυφτός
Σαν άγιος διορατικός
Του κόβει την άμετρη ηδονή
Του συνιστά υπομονή
Ο χρόνος έδειξε καλά
Την πρόγνωσή του την πλατιά
Πάλι ο Κανέλλος σαν φλουρί
Εγίνηκε και δεν μπορεί
Η θεία μου η Φωτεινή
Έρχεται από χώρα μακρινή
Με τον Απόστολο μαζί
Και την ξαδέλφη την ψιλή
Μιλήσαν ώρα αρκετή
Στου ερημίτη το κελί
Και με ευλάβεια πολύ
Κλαίγοντας φύγαν από ‘κει
Του Σταύρου είδε την ψυχή
Που μίλια απείχε από εκεί
Είναι το πιο ζωηρό παιδί
Μα και ευαίσθητος πολύ
Της Δεσποινούλας τα μαλλιά
Πέσανε τόσο ξαφνικά
Με μια ψιλή, γλυκιά φωνή
Της δίνει θάρρος μην πονεί
Οι κορτιζόνες βρε παιδί
Σου καταστρέψαν το μαλλί
Κι είναι οι γιατροί πολύ μικροί
Για να σου γιάνουν την κεφαλή
Γίνε αν θέλεις χριστιανή
Πραγματική και ζωντανή
Με μετοχή την Κυριακή
Στην Κοινωνία τη θεϊκή
Και τότε πουλάκι μου γλυκό
Σαν το λουλούδι τ’ ανοιχτό
Το δώρο πρόσμενε εσύ
Που θα ‘ρθει μια μέρα να σε βρει
Η δυνατή η Φωτεινή
Πάσχει με το θυροειδή
Προτού στον γέροντα το πει
Εκείνος το γνωστοποιεί
Ο Άγγελος από παιδί
Έχει αλλεργία ρινική
Το φτέρνισμα δεν σταματεί
Όταν θα αρχίσει το πρωί
Τα κρεατάκια αφαιρεί
Παίρνει και κορτικοειδή
Ακόμα και η ομοιοπαθητική
Την πάθηση δεν συγκρατεί
Είναι ελπίδα τελική
Η συμβουλή του ασκητή
Αν πας παιδί μου σε γιατρό
Κορτιζόνες θα λάβεις στο λεπτό
Η αλλεργία σου αυτή
Που σου ταράζει την ψυχή
Σίγουρα θα εξαλειφθεί
Μια μέρα από άγιο στη γη
Της Λύβας πέθανε καλά
Ο πατερούλης μια βραδιά
Με θλίψη εκείνη στην καρδιά
Του γέροντα τηλεφωνά
Προτού στο στόμα της του πει
Όλη τη θλιβερή αυτή σκηνή
Θάρρος της δίνει μην πονεί
Όλα τα είδε απ’ το κελί
Τα λόγια πέφτουνε απαλά
Στην ταραγμένη του κυρά
Άγγελοι έφτασαν εκεί
Για να ανεβάσουν την ψυχή
Η Γεωργία η Κρητικιά
Για το κελάκι του τραβά
Την ξεμολόγηση αρχινά
Και την ακούει στοργικά
Τα κρίματά της αριθμεί
Και σταματά να του μιλεί
Οπότε ο γέροντας σιγά
Της αναφέρει όσα ξεχνά
Σε λίγο το χέρι της κρατεί
Μα ξάφνου η όψη του χλωμή
Τη γέρική του κεφαλή
Πιάνει και λέει σε αυτή
Τα νεύρα έχεις στη ψύχη
Που σου χάλανε τη ζωή
Τον άνδρα σου τον ταξιτζή
Τον σακατεύουν και πονεί
Το βλέμμα σου το φωτεινό
Μετά το διάλογο αυτό
Πέφτει με χάρη παιδική
Στον άνδρα που έστεκε πιο ‘κει
Να αγαπάς όμως και ‘συ
Την κυρά σου την καλή
Και όταν εκείνη ταραχθεί
Χάιδευέ τη σαν το γατί
Ο άνθρωπος ο ναυτικός
Θαλασσοδέρνεται και αυτός
Στην Κυπρού τα άγρια νερά
Μέσα στο πλοίο μια βραδιά
Πέφτει στα γόνατα σκυφτός
Τον γέροντα καλεί αυτός
Και η καμπίνα η μικρή
Ακούει ολόθερμη ευχή
Κείνη την ώρα που θρηνεί
Μέσα σ’ αμάξι αντηχεί
Του Πορφυρίου η φωνή
Κάπου κοντά στην Αττική
Τι κι αν χιλιόμετρα από ‘κει
Του γέροντά του η μορφή
Σταθείτε όλη προσοχή
Να κάνουμε μια προσευχή
Βόηθα Χριστέ και Παναγιά
Τον ναύτη που αγωνιά
Φέρε τη θάλασσα ξανά
Στην πρότερή της σιγαλιά
Τα λόγια φτάσανε γοργά
Σ’ αυτούς που τόσο αγαπά
Παντού ειρήνη στη στιγμή
Εκόπασε η ταραχή
Και σαν εγύρισε αυτός
Ο φίλος ο θαλασσινός
Απ’ τα ταξίδια τα μακρά
Στον γέροντά του τριγυρνά
Για πάντα εσένα έχω φρουρό
Προστάτη μου και βοηθό
Φωτοβολείς σαν αστραπή
Τι χάρη που έχεις θεϊκή;
Της Μανουέλας το παιδί
Από ουρολοίμωξη πονεί
Και η καημενούλα αδελφή
Στο γέροντά μας θα το πει
Με μελιστάλακτη φωνή
Εκείνος δίνει συμβουλή
Στο γιατρό καθηγητή
Κάνε το βράδυ υπακοή
Ο ουρολόγος ο γνωστός
Τηλεφώνο δέχεται αυτός
Από τον άγιο ασκητή
Για την υπόθεση αυτή
Μια κοπέλα μου γνωστή
Θα ‘ρθει απόψε να σε δει
Κάνε λιγάκι υπομονή
Να την δεχτείς γιατί πονεί
Στο Κολωνάκι μια και δυο
Με τον Χρηστάκη τον μικρό
Φτάνει η αδελφή μου βιαστικά
Και τον γιατρό της συναντά
Με μια εξέταση καλή
Τη θεραπεία συνιστεί
Καθαριότητα πολύ
Και αντιβίωση γερή
Όμως δεν άκουσε αυτή
Τούτη τη γνήσια συνταγή
Και έκανε άλλου συμβουλή
Γιατρού γνωστού που συμπαθεί
Το αποτέλεσμα βαρύ
Για τον Χρηστάκη που ασθενεί
Η αρρώστια όρμησε ξανά
Και ο πυρετός τον εχτυπά
Τότε αναγκάστηκε αυτή
Στον πρώτο γιατρό να υποταχθεί
Και άλλη φορά στον ασκητή
Δεν ξανακάνει ανυπακοή
Χειμώνας έμπαινε ξανά
Και άπλωνε ολόψυχρα φτερά
Μα ο γέροντάς μας αγρυπνά
Στου Ωρωπού τα βουνά
Σε μια παράγκα πτωχική
Με «ελενίτ» στην κορυφή
Δέχεται όλους με στοργή
Για πάντα στη μνήμη μας θα ζει
ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΟΠΟ
Η ΘΕΙΑ ΑΝΑΠΑΥΣΗ
Ο χριστιανός εις το κελί
Ώρες πολλές παρακαλεί
Για να δαμάσει την ορμή
Που τον βουτά μες στο πουρί
Τα δάκρυά του είναι ζεστά
Μα θα νεκρώσουν τα θεριά
Τα πάθη του τα βρωμερά
Που σακατεύουν την καρδιά
Το κομποσχοίνι να κρατεί
Και η θερμή του προσευχή
Του κατακαίει στην ψυχή
Ό,τι κακό μπορεί να βρει
Και τότε ζει σ΄ αυτή τη γη
Παραδεισένια ηδονή
Ο βασιλιάς του προχωρεί
Και μέσα του θα θρονιαστεί
Μακάριος ο χριστιανός
Που σαν γενναίος στρατηγός
Την φαντασία την τρελή
Την «ντουφεκά» με την ευχή
Εικόνες, σκέψεις, παρελθόν
Θα κοντρολάρονται απ’ αυτόν
Για να προσφέρει στον Χριστό
Το νου τελείως φωτεινό
Και τότε σίγουρα και αυτός
Θα δει με θάμβος ιερό
Το θείο φως το δροσερό
Να διώχνει τον παλιό καημό
ΨΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΗΔΟΝΗ
Είναι αχόρταγη η ζωή
Όταν πασκίζεις με ορμή
Να την γεμίζεις ‘δω στη γη
Με καραμέλες για φαΐ
Η ηδονή η κοσμική
Η απόλαυση η ερωτική
Η ξέφρενη η μουσική
Για λίγο ευφραίνουν τη ζωή
Και ύστερα έρχεται χλωμή
Με πρόσωπο άγριο, τραχύ
Οδύνη η σατανική
Μελαγχολία φοβερή
Με την τροφή η κοιλιά ηρεμεί
Και μεγαλώνει το παιδί
Είναι για αυτό πολύ καλή
Ωφέλιμη και θρεπτική
Και η ψυχή για να χαρεί
Θέλει τροφή πνευματική
Αόρατη και δυνατή
Γεμάτη χάρη θεϊκή
Το διάβασμα και η προσευχή
Με τα μυστήρια μαζί
Και την αγάπη την καυτή
Φέρνουν χαρά ειρηνική
Αυτά φωλιάζουν μέσα εκεί
Στην καρδιακή περιοχή
Που ο Άδης όλος δεν μπορεί
Να τα αφαιρέσει απ’ αυτή
Η άλλη κούφια ηδονή
Που έρχεται απ’ έξω στην ψυχή
Εύκολα, σε γρήγορη στιγμή
Μπορεί να φύγει, να χαθεί
Τα γηρατειά στερούνται αυτή
Και ο θάνατος την αγνοεί
Και αλίμονό μας βρε παιδί
Κόλαση θα ‘ρθει να μας βρει
Για αυτό αδελφοί μου χριστιανοί
Για στήριγμα πάρτε στη ζωή
Τη θεία και άρρητο ηδονή
Που πάντα μένει στην ψυχή
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Βοήθα Χριστέ και Παναγιά
Να βγούμε τούτη τη βραδιά
Απ’ την ομίχλη που χτυπά
Την πικραμένη μας καρδιά
Όλα κοντά σου φωτεινά
Παντού σκορπίζεις τη χαρά
Είσαι εσύ που κυβερνάς
Τον κόσμο που αγωνιά
Στείλε μας δρόσο απαλή
Άκτιστη, θεία, λαμπερή
Να καταυγάσει την ψυχή
Να την φορτίσει με ζωή
Στρέψε το βλέμμα σου ξανά
Στο πλάσμα που έπεσε βαρειά
Στις αμαρτίας τα στενά
Με τα κομμένα του φτερά
Σκύψε σαν άλλος αδελφός
Φίλος και γνήσιος οδηγός
Πάνω από το άστατο παιδί
Τα ‘χει χαμένα και πονεί
Λούσε χαρά μου ζωντανή
Με ηλιαχτίδα θεϊκή
Που φέγγει με χρώμα χρυσαφί
Την τσακισμένη μας ψυχή
Γλυκό, ζεστό, προσωπικό
Είναι το φως το θεϊκό
Μοιάζει με χάδι πατρικό
Που ενισχύει τον πτωχό
Όποιος αισθάνθηκε στη γη
Μόνος και έρημος πολύ
Μην χαρακώσει τη ζωή
Το θείο φως τον προσκαλεί
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Το σώμα μου το άψυχο
Κείτεται μες στο χώμα
Μα η ψυχή μου φωτεινή
Ευφραίνεται αιώνια
Όλα εδώ είν’ όμορφα
Γλυκά και φωτισμένα
Μια κοινωνία θεϊκή
Με ειρήνη ποτισμένα
Μια χάρη μόνο σου ζητώ
Μην κλαις πολύ για μένα
Εγώ αισθάνομαι καλά
Γιορτή παραδεισένια
Για αυτό χαρά μου ποθητή
Στρέψε ψηλά το βλέμμα
Στην μόνιμη πατρίδα μας
Θα ξαναβρώ εσένα
Πες στα παιδιά μας με στοργή
Να μην στεναχωριούνται
Αλλά να παίρνουν τον Χριστό
Και να ξεμολογιούνται
Να ζουν μ’ αγάπη στην καρδιά
Και να φιλοτιμούνται
Δεμένοι με την αρετή
Και θα ευδοκιμούνται
Και τότε κάστρο απόρθητο
Θα καταστούν εκείνα
Τέσσερις στύλοι δυνατοί
Και ανθισμένα κρίνα
Και συ που πάντα ήσουνα
Σύμμαχος στο πλευρό μου
Φώτισε με τον τρόπο σου
Για την υγειά του κόσμου
Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Είναι φτωχά τα λόγια μας
Να εκφράσουν τα μεγάλα
Τα ιερά αισθήματα
Τα ένθεα, τα άγια
Απ’ την καρδιά πηγάζουνε
Ποτάμια αισθημάτων
Δυναμικές ενεργειών
Αρχές των βιωμάτων
Χρειάζεται ο νους να ζει
Να θέλει τα ωραία
Εικόνες, σκέψεις, λογισμούς
Με προσευχές παρέα
Με την προσήλωση σε Αυτόν
Που πόνεσε για όλους
Νιώθεις το νου και την καρδιά
Να χαίρονται στους πόνους
Να κατευθύνεται η ορμή
Των ζωντανών υδάτων
Σε κήπους ανθοστόλιστους
Εμψύχων, μυρωδάτων
Πολλών ανθρώπων η ψυχή
Που έχει μια ζωντάνια
Δίνει ενέργειες πολλές
Σε βρώμικα λιμάνια
Σε χώρους στείρους, ερημικούς
Γεμάτους με αγκάθια
Και χάνεται ο ποταμός
Και τα νερά στα βράχια
Η ΑΓΑΠΗ
Αγαπώ θα πει πονώ
Τον συνάνθρωπο αυτό
Που συνέχεια με χτυπά
Και μου θλίβει την καρδιά
Αγαπώ θα πει να ζω
Για να κάνω το καλό
Και να μην επιθυμώ
Ανταπόδοση γι’ αυτό
Αγαπώ θα πει διψώ
Τον θεάνθρωπο Χριστό
Να τον δω μες στις ψυχές
Να σκορπά τις συννεφιές
Αγαπώ θα πει ξεχνώ
Το καλό μου φαγητό
Και το δίνω με χαρά
Στο παιδάκι που πεινά
Αγαπώ θα πει ποθώ
Στα λιοντάρια να ριχθώ
Προκειμένου να βρεθώ
Αγκαλιά με τον Χριστό
Αγάπη είναι να ζητώ
Απ’ τον ουράνιο Θεό
Με κλάματα και στεναγμό
Να χαριτώσει τον λαό
Αγάπη είναι να μην πω
Κάτι που φαίνεται πικρό
Και μαραζώνει στο λεπτό
Κάποιον αδύνατο αδελφό
Αγάπη είναι να αγαπάς
Να υποφέρεις, να πονάς
Να γίνεσαι εσύ «χαλί»
Για να ζεσταίνεται η ψυχή
Αγάπη είναι να αγρυπνάς
Να γονατίζεις, να πεινάς
Τα χέρια να υψώνεις στον Θεό
Για να ελεήσει τον κόσμο αυτό
Αγάπη είναι να μην θες
Να δεις τις θείες ηδονές
Μόνο εσύ πάνω στη γη
Που τόσα έχει υποστεί
Αγάπη είναι να αγαπώ
Τον επουράνιο Θεό
Πάνω απ’ όλα τα αγαθά
Τα πρόσκαιρα και τα φθαρτά
Όλα τα έργα στη ζωή
Που θέλουνε κόπο και πυγμή
Την ξεκουράζουν την ψυχή
Την κάνουν φρέσκια, παιδική
Ύψωσε το νου ψηλά
Κει που ο άνεμος σιγά
Και γαλήνη θεϊκή
Βασιλεύει στην ψυχή
Κόπιασε για το καλό
Για να εύρεις το Θεό
Και θα δεις κάποια στιγμή
Να σου αλλάζει η ζωή
13-09-1999
Ιεροδ. π. Αρσένιος Κωτσόπουλος
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Μιμείται τον Χριστό
Που πέθανε μαρτυρικά
Επάνω στον Σταυρό
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Πονά απ’ τα καρφιά
Όμως θα έρθει η λύτρωση
Μια μέρα από ψηλά
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Δεν σκέπτεται τη γη
Μόνο ποθεί διακαώς
Τη θεία ηδονή
Δεν τον συμφέρει να ζητά
Αυτά που έχει χάσει
Τα γήινα και τα φθαρτά
Και όσα έχει πλάσει
Όλος ο νους του στρέφεται
Σε τόπους που θα πάει
Εκεί που ο θάνατος δεν ζει
Για να ‘ρθει να χαλάει
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Συχνά αγανακτεί
Όμως το ξύλο του Σταυρού
Σε ανάσταση οδηγεί
Αν ο Χριστός δεν πέθαινε
Επάνω στο Σταυρό
Ο Άδης θα εχαίρετο
Θα γιόρταζε γι΄ αυτό
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Θέλει να καθαρθεί
Να μην τον βρει ο θάνατος
Με βρώμικη ψυχή
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Ελπίζει να βρεθεί
Όπου οι σταυρωμένοι
Κάνουνε γιορτή
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Που ζει χωρίς θεό
Μαυρίζει την ελπίδα
Που φέρνει λυτρωμό
Όλοι μες στην υφήλιο
Σηκώνουμε σταυρούς
Κι αν δεν αγανακτήσουμε
Θα βγάλουμε καρπούς
Και είναι αθάνατοι καρποί
Θερμαίνουν την ψυχή μας
Την λούζουν με τη χάρη Του
Φρεσκάρουν τη ζωή μας
Αγάπη, πίστη, υπομονή
Ταπείνωση και ανδρεία
Θα βρεις σ’ όσους σταυρώνονται
Και πάν’ στην Εκκλησία
Αγάπησε ολόψυχα
Τον Τϊμιο Σταυρό
Και θα ανατείλει εντός σου
Αστέρι φωτεινό
Ο σταυρωμένος άνθρωπος
Δεν θέλει να πλουτίζει
Δεν θέλει δόξες και τιμές
Πετρώματα να κτίζει
Μόνο αγάπη να σκορπά
Και θεία καλοσύνη
Καθώς αυτές τις αρετές
Η νύχτα δεν τις σβήνει
Έλα και δώσε δύναμη
Σταυρέ μέσα στον κόσμο
Που συνεχώς σταυρώνεται
Και κλαίει από τον πόνο
Έλα και πες μας με φωνή
Που σκίζει τα επουράνια
Πως ο Σταυρός του Ιησού
Έφερε τη ζωντάνια
Έλα και παρηγόρησε
Τους δύστυχους ανθρώπους
Για να αισθανθούμε έντονα
Παρηγοριά στους κόπους
Έλα και τόνισε ξανά
Στην έρημη ψυχή μας
Πως θα ‘ρθει στον Παράδεισο
Με τον Σταυρό μαζί μας
Οι δοξασμένοι άγιοι
Που ζουν στον ουρανό
Σήκωσαν εις τον βίο τους
Βαρύτατο Σταυρό
Σταυρέ μας πολυτίμητε
Φόβητρο του εχθρού
Εσύ μας άνοιξες ξανά
Τις πύλες του ουρανού
Πάντα θα σ’ έχω στο πλευρό
Στο στήθος, στην ψυχή μου
Θα κάνεις εσύ τον οδηγό
Στη σύντομη ζωή μου
Και ξέρω πως οι πόνοι σου
Τα πάντα καθαρίζουν
Και έτσι όλων οι ψυχές
Ευωδιαστά μυρίζουν
14-09-1999
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ
Εγνώρισα ένα γέροντα
Σαν ήμουνα μικρός
Που έλαμπε από χάρη
Και ήταν φωτεινός
Το πρόσωπό του θύμιζε
Μεγάλο ασκητή
Ήταν αδύνατος πολύ
Με μέση παιδική
Το βλέμμα του το καθαρό
Έκρυβε μέγα πόνο
Για τα στραβά που γίνονται
Στον σύγχρονο τον κόσμο
Άκουγε προσευχόμενος
Όλα μας τα κουσούρια
Και έτσι δεν τα άφηνε
Να γίνουνε μασούρια
Ήταν απόμακρος πολύ
Μα και πολύ κοντά μας
Όταν οι θλίψεις της ζωής
Βάραιναν την καρδιά μας
Ερχόταν εις τα σπίτια μας
Γεμάτος καραμέλες
Και έδινε εις τα μικρά
Για να μην κάνουν τρέλες
Τα μάθαινε να τραγουδούν
Τους έκανε ερωτήσεις
Και έτσι τα εφόρτωνε
Μ’ ωραίες αναμνήσεις
Γι’ αυτό και τρέχαν γύρω του
Και του ‘λεγαν με χάρη
Έλα, γλυκέ παππούλη μας
Πάρε μας και τα βάρη
Στο λόγο του ήταν πύρινος
Μας σκόρπιζε τα σκότη
Γι’ αυτό και τον εκτίμαγε
Ακόμα και η νιότη
Εκεί που εφημέρευε
Μέσα στη Μαλακάσα
Φωνή συχνά ακουγόταν
Που δεν ήτανε μπάσα
Παιδάκια παίζαν, τρέχανε
Ψέλναν στην εκκλησία
Αυτά με ζήλο ένθεο
Βγάζαν τη Λειτουργία
Αγάπη είχαμε πολύ
Στον άξιο γέροντά μας
Αφού όλους μας εφρόντιζε
Και ερχότανε κοντά μας
Ώρες πολλές καθότανε
Σκυφτός εις το στασίδι
Και λόγια σοφά μας έλεγε
Που κόβαν σαν ψαλίδι
Με τη γλυκιά φωνούλα του
Την ταπεινή, την πράη
Έκοβε κάτι από όλους μας
Τα αγκάθια τα πετάει
Ποτέ του δεν εφάνηκε
Να χάνει τον ειρμό του
Να λέει λόγια περιττά
Να διώχνει τον εχθρό του
Εστρέφετο εις το βαθύ
Το μέσα εαυτό του
Και με κλαυθμό προσηύχετο
Στο λατρευτό Χριστό του
Γι’ αυτό και κάθε κίνηση
Ήτο μελετημένη
Που ‘κανε πλούσιους καρπούς
Με χάρη στολισμένη
Μελέταγε διακαώς
Έγραφε και βιβλία
Που τόνωναν κάθε πιστό
Και κάθε αμφισβητία
Σε όλες τις κρίσεις της ζωής
Όποιος τον ερωτούσε
Τον έβγαζε απ’ τα διέξοδα
Και δεν παραπατούσε
Είναι οδηγός πνευματικός
Πυξίδα στο σκοτάδι
Παρηγοριά στη μοναξιά
Θεόφωτο πετράδι
Όσες φορές τον άκουσα
Εγλίτωσα από λάθη
Από πολλά χτυπήματα
Και ψυχοφθόρα πάθη
Κάποτε μας αγίασε
Το σπίτι στο Παγκράτι
Για να κοιμάται η αδελφή
Ήσυχη στο κρεβάτι
Πρώτα την εβασάνιζαν
Πλήθος από εφιάλτες
Και έτσι οι μέρες της εκεί
Δεν ήσανε κεφάτες
Έβλεπε τον Χρηστάκη της
Μ’ αλλοίωση μεγάλη
Με πρόσωπο αγριωπό
Και τριχωτό κεφάλι
Όλα όμως διαλύθηκαν
Σαν ήρθε ο γέροντάς μας
Και με το θείο ράντισμα
Γιάτρεψε τα μυαλά μας
Το σπάσιμο του ποτηριού
Πάνω στο νεροχύτη
Κομμάτιασε τον πονηρό
Που έφυγε απ’ το σπίτι
Και είναι εικόνα θαυμαστή
Να βλέπεις τον παππούλη
Κοντά σε πάμπολλα παιδιά
Να δίνει το Σταυρούλι
Να βλέπεις κάθε Κυριακή
Αυτή την ενορία
Που κάποτε ήταν γέρικη
Να σφύζει από υγεία
Ευλογημένα ανδρόγυνα
Με τέκνα και εγγόνια
Να ζωντανεύουν το χωριό
Μοιάζουν με χελιδόνια
Και τώρα ο Γέρων Δανιήλ
Ο στοργικός πατέρας
Είναι για μας τα τέκνα του
Ο δροσερός αέρας
Σε μια εποχή που πλήττεται
Απ’ άγχη και φοβίες
Αυτός θα είναι όαση
Θα σπάει τις τρικυμίες
Χριστέ μου παντοδύναμε
Αγάπη στην καρδιά μας
Σε ευχαριστώ θερμότατα
Που είναι ανάμεσά μας
Ο ταπεινός ο γέροντας
Ο τόσο μαζεμένος
Που χάρη σκορπά αδιάκοπα
Γιατί είναι θεομένος
17-09-1999
ΑΣΚΗΣΗ
Όποιος μαθαίνει να ζει με πολλές ευκολίες
Δεν μπορεί να αντεπεξέλθει εύκολα στις δυσκολίες
Όποιος μαθαίνει τη νηστεία
Συρρικνώνει την κοιλία
Νικά τη φιλαυτία
Κάνει οικονομία
Ενισχύει την υγεία
Καθαρίζει την καρδιά
Υπακούει στην Εκκλησία
Αποκτάει την ανδρεία
Με την αγάπη η καρδιά αστράπτει
Η γλώσσα δεν θάπτει
Τα χέρια ζεσταίνουν
Τα χείλη γλυκαίνουν
Τα μίση σκορπάνε
Οι νέοι γελάνε
Τα άγχη πεθαίνουν
Οι γέροι μικραίνουν
Τα έθνη γλεντάνε
Και δεν πολεμάνε
21-09-1999
ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ
Ήρθε η ώρα για να πω
Εις τον ευσεβή λαό
Την πορεία της γιαγιάς
Μέσα εις τον κόσμο αυτό
Εγενήθη σε χωριό
Φτωχικό και ορεινό
Στις πλαγιές του Ταϋγέτου
Που ‘ναι ένδοξο βουνό
Εμεγάλωσε και αυτή
Όπως όλοι τους εκεί
Με τα ήθη και τα έθιμά μας
Και μ’ αγάπη στην ψυχή
Έμαθε τον αργαλειό
Να υφαίνει ρουχισμό
Να θερίζει, να ποτίζει
Να πηγαίνει στο σχολειό
Έκανε και τις δουλειές
Τις βαριές, τις ανδρικές
Καθώς έπρεπε να ζήσουν
Τις ημέρες τις πτωχές
Επανδρεύτηκε γοργά
Τον Κανέλλο που αγαπά
Και έφερε πάνω στη γη
Ένα ζηλευτό παιδί
Τον εγέννησε το θέρος
Σε ένα μέρος σκιερό
Εις την ρίζα ενός δένδρου
Δίχως να ‘χει και γιατρό
Πάνω σε 40 μέρες
Απ’ αρρώστια δυνατή
Χάνει αυτόν που αγαπούσε
Και τη στήριζε πολύ
Έτσι μένει η γιαγιά μας
Κάποιους μήνες μοναχή
Με ένα βρέφος στην αγκάλη
Και με πλήγμα στην ψυχή
Τότε οι καλοί γονείς της
Της προτείνουν με στοργή
Αφού είναι τόσο νέα
Πάλι γάμο να δεχθεί
Υπακούει η καλή μας
Η γιαγιά Αγγελική
Και το Σταύρο το λεβέντη
Τώρα πια θα παντρευτεί
Έξι αιώνιες ψυχούλες
Θα γεννήσει ακόμα αυτή
Και είναι όντως ευλογία
Θεϊκή και ζηλευτή
Ότι όμως μες στο βίο
Είναι ωραίο και υψηλό
Θα χτυπιέται εις τον αιώνα
Απ’ αυτό τον πονηρό
Οι πολέμοι του σαράντα
Και οι εμφύλιοι σπαραγμοί
Έπληξαν και τη γιαγιά μας
Την πολύτεκνη ψυχή
Τα αλλόφυλα τα έθνη
Οι σκληροί κατακτητές
Θα της κάψουνε το σπίτι
Κι οι φωνές σπαρακτικές
Και είναι δράμα που δεν έχει
Τελειωμό, σταματημό
Να την βλέπεις τη μανούλα
Σαν ζητιάνα στο χωριό
Γύριζε μες στο σκοτάδι
Κάποια νύχτα με βροχή
Δυστυχώς με άδεια χέρια
Δακρυσμένη και σκυφτή
Τα παιδιά της εις το σπίτι
Βρίσκονταν το παλαιό
Μοναχά τους πεινασμένα
Με ελπίδα στο Θεό
Και είδε θαύμα που σου δίνει
Αντοχή στις συμφορές
Και σε κάνει να θυμάσαι
Τις ουράνιες ηδονές
Πέρναγε από έναν τόπο
Απ’ τη λαγκάδα τη γνωστή
Που ‘χε γίνει σαν ποτάμι
Καθώς έβρεχε πολύ
Με ηρωισμό και τόλμη
Δίνει μία και βουτά
Μες στον άγριο χειμώνα
Στα ορμητικά νερά
Κει που κόντευε να πέσει
Και να πάει από πνιγμό
Τα χεράκια της υψώνει
Στο Θεάνθρωπο Χριστό
Πριν προλάβει να σταυρώσει
Το βρεγμένο της κορμί
Δυο χεράκια που δεν είδε
Την υψώσαν απ’ τη γη
Δίχως πια να καταλάβει
Το συμβάν το θαυμαστό
Βρίσκεται στην άλλη όχθη
Σε ένα έδαφος ξερό
Και δεν έφταναν εκείνες
Οι δεινές οι συμφορές
Έπρεπε και ο σύζυγός της
Να βρεθεί στις φυλακές
7 χρόνια ήτο μόνη
με επτά μικρά παιδιά
και είχε όντως γιγαντώσει
για να φεύγει η δουλειά
Τότε η μεγάλη πείνα
Και η ξέρα η ορεινή
Έσπρωξαν και τη γιαγιά μας
Σε μια πράξη ηρωική
Φεύγουν όλοι οι βλαστοί της
Τα παιδιά της τα καλά
Και επήγαν μετανάστες
Σ’ άγνωστα μέρη, μακρινά
Έχουν όμως στο πλευρό τους
Φύλακα άγγελο οδηγό
Που τους σκέπει, τους φωτίζει
Τους γλιτώνει απ’ το γκρεμό
Τα μισά στην Αυστραλία
Την γεμάτη ομορφιές
Θα βρεθούνε κάποια μέρα
Και θα φτιάξουν συντροφιές
Γάμους κάνουνε ωραίους
Και πολύ καλά παιδιά
Έχουν τώρα και εγγόνια
Πλούσια και λαμπερά
Τα άλλα μένουν στην Αθήνα
Και παιρνούν μπόρες πολλές
Όμως γρήγορα θα φτιάξουν
Οικογένειες γερές
Είναι αυτή η Θεία Χάρις
Που φροντίζει τις ψυχές
Όταν όλα σκοτεινιάζουν
Και το γέλιο δεν το θες
Πώς μπορούσε μια γυναίκα
Του χωριού, μα και πτωχή
Να πιστέψει πως μια μέρα
Θα ‘χει τέτοια προκοπή;
Να ‘χει τώρα στο πλευρό της
Ένα σόι τρομερό
Με πολλά-πολλά εγγόνια
Και δισέγγονα βουνό;
Ταπεινώθη στη ζωή της
Αδικήθηκε πολύ
Όμως τώρα απολαμβάνει
Πλούτο αμύθητο, βαρύ
Έχει δις που δεν πεθαίνουν
Με αθάνατη ψυχή
Τριαντατρία αριθμούμε
Και δεν σταματούν εκεί
Είχα χρέος να το γράψω
Το εγκώμιο αυτό
Εις την λατρευτή γιαγιά μας
Που την έχω φυλαχτό
Και αυτό για να θυμούνται
Όλοι οι δύστυχοι της γης
Πως εάν δεν αδικούνε
Θαύματα θα δουν ευθύς
23-09-99
Ο ΝΕΟΣ
Θα ‘θελα να εκθέσω
Με πένα ποιητή
Τις μνήμες ενός νέου
Που ζει σε αυτή τη γη
Γεννήθηκε σε πόλη
Μεγάλη, ξακουστή
Που αναθρέφει ανθρώπους
Με μόρφωση πολύ
Εις το κλεινόν το άστυ
Το τόσο ιστορικό
Που είδε μες στα χρόνια
Χαρά και οδυρμό
Είχε γονείς σπουδαίους
Με ζήλο θεϊκό
Με φλόγα στις καρδιές τους
Για τον Ιησού Χριστό
Ήταν μεγάλη μέρα
Σαν ήρθε στη ζωή
Την ώρα του Επιταφίου
Που βγαίνει στην πομπή
Έμελλε αυτό να δείξει
Το μέλλον το ιερό
Πως κάποτε θα λάβει
Σχήμα αγγελικό
Σαν πήγε στο Σχολείο
Στρώθηκε στη δουλειά
Εις την πολύ μελέτη
Που όλους τους βοηθά
Όμως τους πρώτους χρόνους
Πιέστηκε αρκετά
Για να τα βγάλει πέρα
Να μάθει να μετρά
Κατόπιν προχωράει
Με άλματα καλά
Μπαίνει στην εφηβεία
Με μόρφωση πλατειά
Τώρα αρχίζουν φίλοι
Γι’ αυτόν οι πειρασμοί
Οι ύβρεις, οι κοροϊδίες
Και οι εξευτελισμοί
Όλοι τον εχλευάζουν
Γιατί είναι ηθικός
Και στέκει στις παρέες
Πολύ προσεκτικός
Οι μαθητές τον φτύνουν
Του δίνουν και σπρωξιές
Περήφανα τον βλέπουν
Σαν να ‘ναι ντενεκές
Εκείνος υποφέρει
Μα δεν υποχωρεί
Τις θεϊκές αρχές του
Τις έχει στην ψυχή
Και ο καλός πατέρας
Ο Κύριος της γης
Όλα του τα ρυθμίζει
Θα πω κοντολογής
Τελειώνει τη δευτέρα
Του Λύκειου την τάξη
Και φτάνει σ’ αδιέξοδο
Ποιο δρόμο να χαράξει
Έφτανε καλοκαίρι
Και έπρεπε να πει
Ποιο κλάδο θα διαλέξει
Σε φίλο φροντιστή
Τον κύκλωναν οι σκέψεις
Οι λογισμοί πολλοί
Καταφυγή και σκέπη
Θα ‘χει την προσευχή
Και ήταν μία μέρα
Που μίλησε θερμά
Μπροστά στην Παναγία
Που τον Χριστό κρατά
Και να που όντως ήρθε
Μια λύση θαυμαστή
Φιλόλογος στο σπίτι
Έρχεται να τους δει
Εγώ θα σου διδάξω
Χωρίς να ξοδευθείς
Μαθήματα της δέσμης
Αν θες να προαχθείς
Και ήταν η φωνή της
Σταλμένη απ’ τον Θεό
Υπήκουσε ο νέος
Στο κέλευσμα αυτό
Αρχαία του διδάσκει
Λατινικά πολλά
Και έτσι τον οπλίζει
Για να ανεβεί ψηλά
Οι γνώσεις που του δίνει
Βρίσκουν εύφορη γη
Και έτσι ο νεαρός μας
Περνά σε μια σχολή
Πρωτεύει και στην τάξη
Την τρίτη του Λυκείου
Και όλοι απορούνε
Αφού ήταν του μετρίου
Τα βάσανα εκείνα
Του έδωσαν πτερά
Ωραία επιστήμη
Τώρα θα μελετά
Είναι η Θεολογία
Η τέχνη των τεχνών
Των εφετών ακρότης
Το κάλλος των σοφών
Και όλα αυτά τα οφείλει
Σε εκείνη την ψυχή
Που βρέθηκε στο σπίτι
Τυχαία ένα πρωί
Αν άκουγε τη γνώμη
Του άλλου φροντιστή
Σίγουρα θα εθλίβετο
Θα άλλαζε γραμμή
Τώρα θα πω καλοί μου
Ωραίοι διαβαστές
Πως ο Θεός συνδέει
Θλίψεις και ηδονές
Ήταν στο Άγιο Όρος
Ο νέος ο γνωστός
Με πόνους στο στομάχι
Ολονυκτίς σκυφτός
Και είναι η άλλη μέρα
Που του είπε ο γονιός
Μπήκες Θεολογία
Είσαι μοναδικός
Που να χαρεί ο νέος
Με κείνες τις σουφλιές
Ρυθμίζονται οι ψυχές μας
Για να ‘ναι ταπεινές
Μα και όταν το πτυχίο
Επήρε απ’ τη Σχολή
Ταπείνωση μεγάλη
Τον βρήκε και καλή
Βρισκόταν στο γραφείο
Γνωστού καθηγητή
Αφού πρώτα ορκίσθη
Σε ωραία τελετή
Έκανε ο καλός μας
Μεταπτυχιακό
Και έπρεπε εργασία
Να γράψει για αυτό
Και ήταν εκείνη η ημέρα
Η σίγουρα τρανή
Που μέσα στο γραφείο
Ανάγνωσε αυτή
Τότε λοιπόν εδέχθη
Μεγάλη κριτική
Ήτο καθήκον όλων
Σχόλια να δεχθεί
Όλα σ’ αυτό το βίο
Που προκαλούν χαρά
Έρχονται στις ψυχές μας
Με βάσανα πολλά
Και τούτο για να υπάρχει
Μια θεία ισορροπία
Και να ‘χουμε το νου μας
Στα άνω μεγαλεία
Εκύλισε ο χρόνος
Με ένταση πολύ
Μελέταγε συνέχεια
Το Master να δεχθεί
Ήτο εντολή αγία
Παρότρυνση σοφή
Που εβγήκε απ’ τα χείλη
Ανθρώπου ασκητή
Την δύναμιν εξ ύψους
Θα λάβεις στην ψυχή
Όταν δεν διασπάσαι
Και εμμένεις στη σπουδή
Ήταν ο γέροντάς του
Που του ‘πε ένα πρωί
Να πάψει να γυρίζει
Και να μην κατηχεί
Όμως το μάζεμά του
Του βγήκε σε καλό
Σε λίγους μήνες θα ‘βρει
Ταξίδι μακρινό
Δεν πρόλαβε ο Ιούνης
Να βάλει τα ζεστά
Και να σου ένας θείος
Έρχεται από μακριά
Είναι ο Αποστόλης
Που ‘χει καρδιά παιδιού
Και χέρια για να δίνουν
Βοήθεια παντού
Τον βρίσκει και του λέει
Του νέου χριστιανού
Στο Άγιο Όρος πάμε
Θέλω καθάριο νου
Τι να ‘κανε ο νέος
Αφήνει τις σπουδές
Κ’ ακολουθεί το θείο
Στου Άθωνα τις κορφές
Εκεί ξεμολογείται
Ξεπλένει την ψυχή
Νιώθει να ελαφρώνει
Τη χάρη τη θερμή
Με κλάματα στα μάτια
Θα πει στη Φωτεινή
Καθάρισα καλή μου
Όλη μου τη ζωή
Έρχονται στην Αθήνα
Και πάλι οι γνωστοί
Και ο νέος θα ακούσει
Είδηση ξαφνική
Ο ελεήμων θείος
Που ξέρει να αγαπά
Τον βρίσκει εις το σπίτι
Σκυφτό να μελετά
Πάμε στους Άγιους τόπους
Στην πόλη του φωτός
Και εγώ θα σε καλύψω
Θα γίνω χορηγός
Να είναι ευλογημένο
Αφού το θες εσύ
Προσκύνημα μεγάλο
Θα ζήσουμε μαζί
Εκεί θα κοινωνήσουν
Μέσα εις το ναό
Που τάφηκε ο Χριστός μας
Και έσβησε τον εχθρό
Αυτές οι ευλογίες
Που ήρθανε σ’ αυτούς
Δεν ήσαν άνευ κόπου
Και αναστεναγμούς
Ο ψυχοφθόρος δαίμων
Ο άρχων του κακού
Τους φράζει την πορεία
Τον δρόμο του ουρανού
Θα ανοίξει τη μυτούλα
Του νέου φοιτητή
Που αισθάνεται το αίμα
Να τρέχει σαν βροχή
Αυτό όμως δεν φρενάρει
Τον πόθο τον ιερό
Πρέπει να μεταλάβουν
Να πάρουν τον Χριστό
Έτσι την άλλη μέρα
Που ‘ναι Πεντηκοστή
Παρέα με το θείο
Χαίρονται τη γιορτή
Γυρίζουν μοναστήρια
Ορθόδοξα, μεγάλα
Τόπους αγιασμένους
Δεν είναι σαν τα άλλα
Εδώ συχνά πατούσε
Ο θείος Λυτρωτής
Γι’ αυτό και πάντα νιώθεις
Σκιρτήματα ψυχής
Γίνονται και Χατζήδες
Μπαίνουν στον ποταμό
Που δέχτηκε πριν χρόνια
Τον ίδιο τον Θεό
Στο τέλος όμως φίλοι
Συνέβη γεγονός
Που δεν θα το ξεχάσει
Χρόνος φθοροποιός
Ο θείος θα αφήσει
Την τελική πνοή
Μέσα σε μοναστήρι
Μεγάλου ασκητή
Στου Χοτζεβά το Όρος
Αφήνει την σκηνή
Που πάντα κουβαλούσε
Και ήτανε φθαρτή
Η έξοδός του ήταν
Καθ’ όλα οσιακή
Ποιος πίστευε πως τότε
Θα έφευγε από ‘κει;
Όλα θαρρείς πως γίναν
Με σχέδιο σοφό
Αφού είχε καθαρίσει
Τον έσω εαυτό
Κατόπιν τα παιδιά του
Τα αγόρια τα καλά
Τον πάνε συνοδεία
Στο Σίδνεϊ ξανά
Και ο θλιμμένος νέος
Που πέρασε πολλά
Στην Αυστραλία φθάνει
Στην θεία που πονά
8 ωραίους μήνες
Θα ζήσει ο νεαρός
Στην μακρινή τη χώρα
Και είναι φιλικός
Εκεί γνωρίζει θείους
Ξαδέλφια, συγγενείς
Τους αγαπάει όλους
Στα βάθη της ψυχής
Και όταν πια γυρίζει
Στο σπίτι του ξανά
Θα αρχίσει τους αγώνες
Με πιο θερμή καρδιά
Σε τόπο αγιασμένο
Τον θέλουν για να υμνεί
Την μάνα του Κυρίου
Πάντοτε το πρωί
Μέσα στη Γρηγορούσα
Στο ναό της Παναγιάς
Θα ψέλνει παρακλήσεις
Για να λυτρώσει εμάς
Τρεις κάνει την ημέρα
Και προσευχές πολλές
Νιώθει πως ΄κει υπάρχουν
Ουράνιες χαρές
Τότε είναι που πηγαίνει
Και κάθε Κυριακή
Στου γέρο Πορφυρίου
Την ξακουστή μονή
Τρεις χρόνους βλογημένους
Θα ψέλνει με χαρά
Θα μελετά με ζέση
Θα αθλείται νοερά
Θα έρθει όμως λόγος
Σοφού πνευματικού
Για να δεχτεί τον τίτλο
Δόκιμου μοναχού
Γράφεται στην Πετράκη
Στην όμορφη Μονή
Και υπακούει πάντα
Σε κάθε εντολή
Δυο χρόνους υπομένει
Θλίψεις, ονειδισμούς
Μεγάλες ταπεινώσεις
Και εξευτελισμούς
Έτσι προετοιμάσθη
Και έγινε ικανός
Τα ράσα να φορέσει
Να γίνει μοναχός
Τη μέρα της γιορτής του
Σε ωραίο δειλινό
Λαμβάνει το άγιο σχήμα
Δοξάζει τον Θεό
Πάντοτε ευλαβείτο
Και θαύμαζε πολύ
Νεκτάριον τον θείο
Τον μέγα ασκητή
Και ήρθε έτσι ο χρόνος
Να γίνει η κουρά
Όταν θα ψέλνουν όλοι
Τον άγιο ξανά
Μετά από λίγους μήνες
Ο φρέσκος μοναχός
Ιεροσύνη παίρνει
Και λάμπει ουρανός
Την πρώτη είσοδό του
Μέσα στο ιερό
Την κάνει με ένα φόβο
Και θείο σεβασμό
Την ίδια όμως μέρα
Πριν χρόνο αρκετό
Τον Κύριο της δόξης
Τον πάνε σε ναό
Έτσι όλα θα συμβαίνουν
Με τάξη και ρυθμό
Λες και φαντάζει ο βίος
Σαν «παζλ» απ’ τον Θεό
Απ’ όλα όσα γράφω
Φαίνεται καθαρά
Πως κάποιος σχεδιάζει
Φαινόμενα πολλά
Υπάρχει ένας νόμος
Μέσα εις τη ζωή
Που δεν θα τον χαλάσει
Ποτέ καμιά ψυχή
Αυτός ο νόμος λέει
Φίλοι ακροατές
Πως θα ‘χεις μεγαλεία
Μετά τις συμφορές
Έτσι θα μας διδάσκει
Ο ένδοξος Χριστός
Πως πάντα πετυχαίνεις
Αν είσαι ταπεινός
Όσοι λοιπόν ποθείτε
Να φτάσετε ψηλά
Πολύ ταπεινωθείτε
Στενάξετε βαθειά
Ό,τι στον κόσμο φέρνει
Μεγάλη ηδονή
Θα έρχεται με θλίψεις
Με πόνο στην ψυχή
Αυτός ο θείος νόμος
Ισχύει ακριβώς
Και ύστερα σου λένε
Πως πέθανε ο Θεός
Και τότε πως τυχαίνει
Όλα μες στη ζωή
Να έχουν κάποια βάση
Αιτία λογική;
Πώς όταν ταπεινώνεις
Τον έσω εαυτό
Γλυκαίνεσαι πλουσίως
Και νιώθεις λυτρωμό;
Και ως όταν θα φτιάξεις
Φρόνημα υψηλό
Αλύπητα χτυπιέσαι
Καλείς τότε γιατρό;
Ο λόγος του Κυρίου
Μέσα εις τις Γραφές
Είν’ πάντοτε καινούριος
Κοίταξε άμα θες
Του νεαρού διακόνου
Πρόσεξε τις σκηνές
Που έζησε στα χρόνια
Και ήταν δυνατές
Όντως υπάρχει Λόγος
Που όλα τα κινεί
Και δένει γεγονότα
Αρμονικά πολύ
28-09-99
Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 7ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Αλήθεια γιατί τρέμει
Η γη κι ο ουρανός
Όλοι φωνάζουν τώρα
Έγινε ο σεισμός
Οι άνθρωποι ξυπνάνε
Τρέχουνε στα στενά
Οι φλέβες ξεπετιούνται
Η ανάσα σταματά
Ο φόβος βασιλεύει
Τα γέλια δεν ηχούν
Οι θρήνοι σε ταράζουν
Κορμάκια ξεψυχούν
Τα έργα τα μεγάλα
Τα υλικά αγαθά
Σωριάζονται αμέσως
Εγκέλαδος χτυπά
Κόποι και εργασίες
Ολάκερης ζωής
Σε δυο λεπτά της ώρας
Γκρεμίζονται θαρρείς
Τι όμως να συμβαίνει
Και σείεται το παν
Και αρκετοί φωνάζουν
Θεούλη μου, αμάν
Οι χρόνοι οι τελευταίοι
Μας κοίμισαν βαθιά
Κι αναισθησία πέφτει
Σε κάθε μια καρδιά
Πάμπολλοι αγαπάνε
Το χρήμα στη ζωή
Και αδιάκοπα φροντίζουν
Να βγάλουνε πολύ
Δουλεύουν δίχως τέλος
Με βάρδιες πυκνές
Και βάλαν παρωπίδες
Δεν βλέπουνε το χθες
Δεν βλέπουν πως τα πάντα
Περνάνε στη ζωή
Και μόνο η ψυχή μας
Δεν κάνει διακοπή
Πάγωσαν κοινωνίες
Σκοτώνουν αδελφούς
Κι οι άνθρωποι αλλάζουν
Κανάλια και σταθμούς
Και να, σεισμός ταράζει
Τους πάγους τους γερούς
Ξυπνήστε μας φωνάζει
Γεμίσατε θεούς
Η δόξα και το χρήμα
Κι οι κοσμικές χαρές
Πήραν ουράνια αίγλη
Μοιάζουνε με θεές
Αν όλους μας δονούσε
Η αγάπη του Χριστού
Δεν θα ‘χε ανάγκη ο κόσμος
Του φοβερού σεισμού
Ο έσω εαυτός μας
Θα σείετο συχνά
Σκιρτήματα αγάπης
Θα νιώθαμε πολλά
Κοίταξε τους αγίους
Την ώρα της ευχής
Πύρινη φλόγα βγαίνει
Απ’ τα βάθη της ψυχής
Απλώνουν τις παλάμες
Τεντώνουν τις καρδιές
Κινούνται αδιαλείπτως
Υψώνουν τις φωνές
Πονάνε για τον κόσμο
Προσεύχονται θερμά
Θυμίζουνε ηφαίστειο
Που αρχίζει να ξυπνά
Αν θέλετε αδέλφια
Να λήξουν οι σεισμοί
Τον λήθαργο χτυπάτε
Τον ύπνο το βαθύ
Ξυπνήστε μες στη νύχτα
Διαβάστε τους ψαλμούς
Και έτσι πια θα φεύγει
Ο νους απ’ τους σεισμούς
Σεισθείτε πριν μας σείσει
Η γη η τρομερή
Που κρύβει στα έγκατά της
Ενέργεια φοβερή
Ο Κύριος της δόξης
Μας θέλει ζωντανούς
Να αγαπάμε όλους
Φίλους μα και εχθρούς
Σαν βλέπει τους ανθρώπους
Με παγερές ψυχές
Παίρνει σφυρί τις σπάει
Μήπως και σώσει αυτές
Γι’ αυτό λοιπόν αδέλφια
Κοιτάχτε με σπουδή
Να φύγει η ακηδία
Που θάβει την ψυχή
Κάνετε καλοσύνες
Πράξεις ηρωικές
Βγείτε απ’ το καβούκι
Πριν σπάσει με «γροθιές»
Και αυτό γιατί η αγάπη
Του θείου Λυτρωτού
Θέλει να μας εισάγει
Στη δόξα του ουρανού
Δεν σκέπτεται λιγάκι
Στενόμυαλα, στενά
Φροντίζει να μας βάλει
Στα κάλλη τα πολλά
Αυτό πάντως κοστίζει
Φίλοι και αδελφοί
Γι’ αυτό μην απορείτε
Σε μια καταστροφή
Τι νόημα θα έχει
Ο πλούτος κι οι ομορφιές
Αν χάσουμε για πάντα
Αιώνιες χαρές
Τι νόημα θα έχουν
Οι βίλες οι ψηλές
Όταν θα ζεις με πόνο
Κολάσιμες στιγμές
Πόσο άραγε θα αλλάξει
Μια όμορφη ζωή
Όταν θα ζεις αιώνια
Με θλίψη φοβερή
Για αυτό λοιπόν θυμήσου
Να φτιάχνεις αρετές
Που μοιάζουν με πετράδια
Σ’ αθάνατες ψυχές
29-09-99
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
Η Ορθοδοξία έχει
Θαυμάσια πολλά
Σημεία χαραγμένα
Στις μνήμες δυνατά
Όταν την μελετήσεις
Την ψάξεις αρκετά
Θα δεις να κρύβει πλούτο
Που δεν σε απατά
Θα αρχίσω να αναφέρω
Θαύματα ζωντανά
Που όταν τα κοιτάξεις
Πιστεύεις πιο βαθιά
Όλοι μας κοινωνάμε
Συχνά στην Εκκλησιά
Τον ίδιο τον Χριστό μας
Από λαβίδα μια
Ποτέ δεν αναφέρθη
Μέσα στα χρονικά
Πως κάποιος ιερέας
Αρρώστησε μετά
Και όμως κοινωνάνε
Συχνά φυματικούς
Ανθρώπους που κολλάνε
Και τους πολύ γερούς
Της πίστεως το θαύμα
Φαίνεται καθαρά
Και όταν αγιασθούνε
Τα φυσικά νερά
Αυτό λοιπόν το ύδωρ
Όταν θα εκτεθεί
Μέσα εις τον αέρα
Κάνει ζημιά πολύ
Μυρίζει, κιτρινίζει
Αρχίζει να βρωμά
Και προκαλεί αηδία
Πηγαίνοντας κοντά
Μα όταν πετραχήλι
Φορέσει ο παπάς
Και αγιασμό τελέσει
Αγνίζεται μεμιάς
Δεν φθείρεται στο χρόνο
Το βλέπεις λαμπερό
Σαν γάργαρο νεράκι
Που τρέχει στο βουνό
Και είναι περιπτώσεις
Που βρίσκουνε αυτό
Θαμμένο σε θεμέλια
Πριν χρόνο αρκετό
Το Άγιο Φως θυμίσου
Ετούτη τη στιγμή
Που βγαίνει κάθε χρόνο
Και θάμβος προκαλεί
Δίχως κανείς να ανάψει
Κεράκια στο ναό
Εκείνο ξεπετιέται
Και είναι ιλαρό
Αστράπτει και φωτίζει
Στον τάφο του Χριστού
Και στην αρχή δεν καίει
Τα χέρια του πιστού
Πολλοί το ακουμπάνε
Στα γένια τα πυκνά
Και αυτό είναι δροσάτο
Αλλοίωση καμιά
Και λέει η ιστορία
Η όντως ιερή
Πως κάποτε Αρμένης
Θέλησε να το βρει
Όμως αυτό δεν ήρθε
Σε χέρια αιρετικών
Έσχισε την κολώνα
Παρόντων των πιστών
Του Πατριάρχου τότε
Που Ορθόδοξα φρονεί
Ανάψαν τα κεράκια
Και αρχίζει μια γιορτή
Εις τον αιώνα πλέον
Θα βλέπουν οι γενιές
Σχισμένη την κολώνα
Με μαύρες πινελιές
Ελάτε τώρα όλοι
Να πάμε σε νησί
Που έχει ιστορία
Αιώνων ζωντανή
Κεφαλονιά καλείται
Και έχει για οδηγό
Γεράσιμο τον θείο
Που αγίασε εδώ
Το λείψανό του μένει
Στα χρόνια ζωντανό
Με σάρκα και οστέα
Και είναι ευωδιαστό
Εδώ θα ζούμε ακόμη
Παράδοξη σκηνή
Φιδάκια ν’ ανεβαίνουν
Σε όλων το κορμί
Είναι της Παναγίας
Και άκακα πολύ
Έχουν και σταυρουλάκι
Πάνω στην κεφαλή
Βγαίνουνε κάθε χρόνο
Δίπλα στο ιερό
Μαρκόπουλο το λένε
Ετούτο το χωριό
Στις 6 του Αυγούστου
Τα παίρνουν οι πιστοί
Τα βάζουν στις εικόνες
Και στέκονται εκεί
Και όταν πια περάσει
Η σχετική γιορτή
Μετά από 10 μέρες
Φεύγουν σαν αστραπή
Την Χάρη του Κυρίου
Την τόσο δυνατή
Και σ’ άψυχα την βρίσκεις
Να απλώνεται πολύ
Υπάρχει σε ένα δάσος
Μέσα στη ρεματιά
Κάτι που δεν το βρίσκεις
Στον κόσμο πουθενά
Είν’ ένα εκκλησάκι
Σπουδαίο και μικρό
Που πάνω του σηκώνει
Φορτίο τρομερό
Δένδρα πολύ μεγάλα
Στέκονται στη σκεπή
Φαινόμενο που σ’ όλους
Το δέος προκαλεί
Δεκαεπτά αριθμούνε
Και μένουν σταθερά
Στο φύσημα του ανέμου
Στα χιόνια τα πυκνά
Και όμως σαν εισέλθεις
Μέσα στην εκκλησιά
Ρωγμή δεν διακρίνεις
Και ρίζα ούτε μια
Σε αυτόν εδώ τον τόπο
Μαρτύρησε η αγνή
Θεοδώρα η του Βάστα
Και είπε μια ευχή
Θεέ μου αγαπημένε
Σαν φύγω απ’ εδώ
Άφησε ένα σημείο
Σε όλους θαυμαστό
Κάνε να γίνει όντως
Το σώμα μου ναός
Οι τρίχες μου δενδρύλλια
Το αίμα ποταμός
Και ηκούσθη η φωνή της
Η τόσο θαυμαστή
Και η προτροπή εκείνη
Εβγήκε αληθινή
Τώρα όποιος πηγαίνει
Βλέπει το γεγονός
Αφού και το ποτάμι
Είναι σαν αγιασμός
Ανατροπή επίσης
Σε νόμους φυσικούς
Συμβαίνει κάθε χρόνο
Σε κρίνους ξακουστούς
Σε ένα χωριό της χώρας
Θα δούμε τους πιστούς
Να βγαίνουν απ’ τα σπίτια
Να τρέχουν στους αγρούς
Μαζεύουνε με χάρη
Κρινάκια ευωδιαστά
Που πάνω τους θα κάνει
Το θαύμα η Παναγιά
Τα βάζουν στις εικόνες
Ενός γνωστού ναού
Και εκείνα ως συνήθως
Ξεραίνονται παντού
Μα όταν πλησιάζει
Γιορτή της Παναγιάς
Εκείνα βγάζουν άνθη
Και ευφραίνουνε εμάς
Και βλέπεις στου Αυγούστου
Την πιο λαμπρή γιορτή
Φαινόμενο σπουδαίο
Που σπάει τη λογική
Κοτσάνι ξεραμένο
Δίχως ζωή καμιά
Να έχει στην κορυφή του
Ανθάκια ευωδιαστά
Ας πάμε τώρα αδέλφια
Σε όρος θαυμαστό
Που πριν πολλούς αιώνες
Εδέχθηκε τον Θεό
Σινά το όνομά του
Και θάμβος προκαλεί
Καθώς το πλησιάζει
Με πίστη μια ψυχή
Εδώ ανήρ σπουδαίος
Ο μέγας Μωυσής
Έβοσκε το κοπάδι
Σε κάποιους συγγενείς
Ώσπου λοιπόν μια μέρα
Σε βάτο κοντινή
Βλέπει φωτιά να βγαίνει
Δίχως να καίει αυτή
Τότε ηκούσθη μόνο
Η θεϊκή φωνή
Που πρότρεπε εκείνον
Σε πράξη τρομερή
Και μένει εις τους αιώνες
Μαρτύριο σεπτό
Όλο αυτό το τόσο
Θαυμάσιο σκηνικό
Όλοι οι γύρω βράχοι
Στο ιερό βουνό
Έχουν αποτυπώσει
Κάτι μοναδικό
Φαίνεται με το μάτι
Η βάτος η γνωστή
Πάνω σε κάθε πέτρα
Που συναντάς εκεί
Όπως και να την κόψεις
Σε τμήματα πολλά
Την βλέπεις με τα φύλλα
Μοιάζει με ζωγραφιά
Μην απορείτε όμως
Μονάχα με αυτά
Ακούστε πάλι όλοι
Το ποιήμα που αρχινά
Ο Κύριος της Δόξης
Μέσα εις τη Γραφή
Προβάλλει κάτι αλήθειες
Που και ο άπιστος σιωπεί
Λέει λοιπόν στον Πέτρο
Στον όντως ζηλωτή
Πως πάντα η Εκκλησία
Θα είναι ζωντανή
Και η κόλαση η ίδια
Σαν έρθει να την βρει
Θα φύγει ντροπιασμένη
Χαμένη-σκοτεινή
Και να, που μέχρι τώρα
Δεν μπόρεσε κανείς
Να σβήσει απ’ το χάρτη
Την πίστη της ψυχής
Βλέπεις την Εκκλησία
Να μάχεται συχνά
Να έχει για εχθρούς της
Συστήματα πολλά
Όσο όμως τη διώκουν
Και κυνηγούν αυτή
Θεριεύει, γιγαντώνει
Και αγιάζει πιο πολύ
Και έτσι μια παιδούλα
Άσημη, ταπεινή
Μπορεί να μείνει αιώνια
Όταν θυσιασθεί
Ενώ οι δήμιοί της
Οι όντως τρομεροί
Να ξεχασθούν συντόμως
Να είναι μισητοί
Ας πούμε χάριν λόγου
Για μια γλυκιά ψυχή
Που όντας κοριτσάκι
Υπέφερε πολύ
Μαρίνα η Αγία
Η μάρτυς του Χριστού
Αγίασε και λάμπει
Σαν τα άστρα του ουρανού
Όλοι την εθαυμάζουν
Και την υμνούν συχνά
Αφού και το όνομά της
Το δίνουν σε παιδιά
Θαυμάσιο μεγάλο
Είναι και τούτο εδώ
Να βλέπεις τον αγρίκο
Να κάνει το καλό
Έχει αυτή η ιστορία
Να πει σε όλους εμάς
Πως με τη θεία πίστη
Θαύματα συναντάς
Να βλέπεις το λιοντάρι
Το Λύκο το σκληρό
Να γίνεται αρνάκι
Ήρεμο και καλό
Μήπως ο θείος Παύλος
Ο μέγας μαθητής
Δεν ήτανε διώκτης
Της πίστης της σεπτής;
Και όμως κάποια μέρα
Συνάντησε Αυτόν
Που φέρνει στα σκοτάδια
Το φως το ιερόν
Και έτσι όλοι τώρα
Καυχιόμαστε βαθιά
Για τον ουράνιο άνδρα
Που έκανε πολλά
Στο Άγιο Όρος τώρα
Ας πάει ο φακός
Στον τόπο που ο αγώνας
Γίνεται πιο σκληρός
Εδώ θα δεις λεβέντες
Άμωμους μοναχούς
Που άφησαν τα πάντα
Τους ψεύτικους θεούς
Πολλοί ‘ναι μορφωμένοι
Με γνώσεις υψηλές
Κατείχαν εξουσίες
Και πολλαπλές τιμές
Τι άραγε συνέβη
Και άφησαν αυτά
Που όλοι τα ζηλεύουν
Και τα ποθούν βαθιά;
Μια γερή αγάπη
Καθάρια, δυνατή
Μπορεί να σπρώξει κάποιον
Σε πράξη ηρωική
Η αγάπη του Κυρίου
Που μπαίνει στις καρδιές
Κάνει πολλούς ανθρώπους
Να θέλουν τις σπηλιές
Μόνο έτσι εξηγείται
Αυτό το θαυμαστό
Να φεύγεις απ’ τις δόξες
Σ’ απρόσιτο βουνό
Όμως αυτοί οι άνδρες
Οι γνήσιοι ασκητές
Σαν κλείσουνε τα μάτια
Πετάνε στις κορφές
Και βλέπεις κάτι ωραίο
Στα σώματα αυτά
Δεν προκαλούν αηδία
Αλλ’ είναι μαλακά
Η χάρις του Κυρίου
Η όντως θερμουργή
Ζεσταίνει τα κορμιά τους
Που δεν έχουν ψυχή
Γι΄ αυτό και δεν παγώνουν
Και πάμπολλές φορές
Δεν φθείρονται στο χρόνο
Στιγμές θεωτικές
Και να, του Χρυσοστόμου
Η χείρα η δεξιά
Για δεκαέξι αιώνες
Δεν γνώρισε φθορά
Είναι με τις κλειδώσεις
Και μοιάζει να ευλογεί
Σκορπά και ευωδία
Άρρητη-θεϊκή
Γιατροί που την κοιτάξαν
Τα ‘χάσαν ξαφνικά
Χέρι νεκρό για χρόνια
Πώς και μοσχοβολά;
Αυτό μας το πιστεύω
Που σπάει το λογικό
Βάλτε το στις καρδιές σας
Μαζί με τον Χριστό
Τότε θα δείτε όλοι
Πως όλα στη ζωή
Δεν είναι τόσο μαύρα
Και αγιάτρευτα πολύ
Η χάρις του Κυρίου
Που χαίρει τις ψυχές
Μπορεί να μας λυτρώσει
Να σβήσει συμφορές
Εδώ υπάρχουν νέοι
Που χάριν του Χριστού
Πολλές χαρές του κόσμου
Ούτε που τις ποθούν
Και βλέπεις ασκητάδες
Που ζουν με ένα ψωμί
Να έχουνε ζωντάνια
Και χάρη νεανική
Και εμείς που ζούμε μέσα
Σε κάθε ηδονή
Να είμαστε γεμάτοι
Μαυρίλα στην ψυχή
Αυτοί οι ευλογημένοι
Καλοί αγωνιστές
Βάλανε μαύρα ράσα
Σε πάνλευκες ψυχές
Για αυτό μην ξεγελιέσαι
Μην βλέπετε ρηχά
Ελάτε εκεί που όλα
Αστράπτουν λαμπερά
Νιώστε το θείο θαύμα
Κοντά στην Εκκλησιά
Και μην σας σκανδαλίζει
Το «μαύρο» του παπά
Όλοι μικροί-μεγάλοι
Μοιάστε με τους πιστούς
Για να σας φύγει ο φόβος
Απ’ τους πολλούς σεισμούς
Στην γείτονα Αλβανία
Την τόσο κοντινή
Ξερίζωσαν την πίστη
Απ’ όλων την ψυχή
Και να τα καταφέραν
Μέσα εις τον λαό
Τον έκαναν αγροίκο
Σκληρό ορμητικό
Κάναν Θεό τον Χότζα
Που σφράγιζε αυτούς
Και γέμισε τη χώρα
Με ψεύτικους Θεούς
Η πίστη η αγία
Η ελπίδα των πιστών
Πάντα θα πλάθει ανθρώπους
Με ήθος αρεστόν
Μόνο για αυτό το λόγο
Αξίζει αδελφοί
Να βάλουμε βαθιά μας
Αυτή την αρετή
Και τότε θα φύγουν φόβοι
Και η Χάρη του Χριστού
Θα πλάθει κοινωνίες
Ειρηνικές παντού
5 Οκτωβρίου 1999
Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
Κοίταξε τη σοφία
Του θείου ποιητή
Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο
Που όλους τους χωρεί
Τα πάντα τα ρυθμίζει
Η χάρις του Θεού
Τα δένδρα, τα λουλούδια
Τα ζώα του αγρού
Δεν βλέπεις να κοπιάζουν
Να ζουν αγχωτικά
Έχουν το πρόγραμμά τους
Που το τηρούν πιστά
Γνωρίζουν πότε πρέπει
Τα φύλλα να ριχθούν
Και πότε τα κλαδιά τους
Θα αρχίσουν να ανθούν
Γνωρίζουν πότε πρέπει
Να κάνουνε καρπούς
Και πότε να παράγουν
Απόγονους γερούς
Ακρίβεια και τάξις
Και απόλυτη σιωπή
Καλύπτει όλο τον κόσμο
Το σύμπαν το βαθύ
Και όμως οι κινήσεις
Που γίνονται σ’ αυτό
Είναι ιλιγγιώδεις
Χωρίς σταματημό
Και όλα αυτά τα ωραία
Συμβαίνουν συνεχώς
Παρότι κάποια μέρα
Θα γίνει χαλασμός
Και έχεις ανθρωπάκια
Με αθάνατη ψυχή
Που λένε πως τυχαία
Είναι όλα στη ζωή
Για σκέψου ανοησία
Ανθρώπου με μυαλό
Δεν βλέπει πως η πλάση
Ζητά Δημιουργό
Βλέπει λοιπόν πως κάποιος
Πατέρας βρωμερός
Σε θάνατο παιδιού του
Θα γίνει μαλακός
Έτσι φέρνει στον κόσμο
Παιδάκι ντροπαλό
Που το ‘χει για να παίξει
Ρόλο λυτρωτικό
Μήπως ο Κύριός μας
Δεν έκανε αυτό
Που άθελά του κάνει
Εκείνο το μικρό
Έσωσε τον λαό Του
Πάνω εις το Σταυρό
Την ώρα του θανάτου
Νίκαγε τον εχθρό
Μανάδες πονεμένες
Που χάνεται παιδί
Κοιτάχτε τη Μαρία
Που πόνεσε πολύ
Η Μάνα Παναγία
Έβρισε τον Θεό
Που έβλεπε τον γιο της
Πάνω εις το Σταυρό
Πώς όμως η αγάπη
Του Θείου Λυτρωτή
Παίρνει ένα παιδάκι
Μέσα από τη ζωή;
Μα πού το πάει αδέλφια
Σε τόπο σκοτεινό;
Μέσα στη θεία αγάπη
Θα χαίρεται αυτό
Μπορεί για κάποιους λόγους
Που γνώριζε ο Θεός
Να έπρεπε να γίνει
Αυτός ο σκοτωμός
Εγώ θα προχωρήσω
Πιο πέρα τον ειρμό
Θα πω λόγο σπουδαίο
Και λίγο τολμηρό
Η πρόνοια του αγίου
Και πάνσοφου Θεού
Γνωρίζει και το μέλλον
Όλου του πληθυσμού
Κατάλαβε πως όλα
Μέσα εις τη ζωή
Έχουνε κάποιο λόγο
Αιτία σοβαρή
Αφήστε λοιπόν όλοι
Τον έσω εαυτό
Να πάει δίχως άγχος
Κοντά εις τον Χριστό
Να ξέρετε πως τότε
Οι θλίψεις και οι καημοί
Λαμπρύνουν και ανθίζουν
Αθάνατη ψυχή
Αυτό θέλει Εκείνος
Που έπλασε εμάς
Να γίνουμε πολίτες
Της θεϊκής χαράς
Όχι να ζούμε χρόνια
Βρώμικα και πολλά
Αλλά να είναι όσα
Θα σώσουν την καρδιά
10.10.99
Ήταν όμορφο κορίτσι
Με καθάρια τη μορφή
Που ποθούσε από παιδάκι
Την ουράνια ζωή
Οι σεβάσμιοι γονείς του
Το ‘χαν τάξει στο Θεό
Αφού το ‘φεραν στον κόσμο
Με έναν τρόπο θαυμαστό
Ήσαν άτεκνες αι δύο
Θεοπάτορες ψυχές
Κι όταν έφθασαν στο γήρας
Καρποφόρησαν και αυτές
Την γλυκιά τους τη Μαρία
Σαν ήταν τριών ετών
Την προσφέρανε με πίστη
Στο ναό των προσευχών
Δέκα χρόνια η παιδούλα
Έμεινε στο ιερό
Κι ακατάπαυστα υμνούσε
Τον αιώνιο Θεό
Η αγνή της η καρδούλα
Έβλεπε μόνο ψηλά
Όπου βασιλεύει η αγάπη
Και το φως δεν σταματά
Λάτρευε τον Κύριό μας
Η φωνή της φλογερή
Έλαμπε και μες στη νύχτα
Έμοιαζε σαν αστραπή
Τα λεπτά της δαχτυλάκια
Άπλωνε στον ουρανό
Και με πόθο ερωτευμένης
Του ‘λεγε σε λαχταρώ
Δεν θαυμάζω τα ωραία
Όσα οι άνθρωποι ζητούν
Εγώ θέλω μόνο Εσένα
Που οι άγγελοι υμνούν
Και οι μέριμνες του κόσμου
Δεν παρέσυραν αυτή
Μες στο νου της βασιλεύει
Θείο φως, γλυκιά σιγή
Έτσι έγινε η κόρη
Ικανή για να δεχτεί
Μες στα καθαρά της σπλάχνα
Τον ουράνιο Λυτρωτή
Ένας άγγελος που λάμπει
Κάποια μέρα ξαφνικά
Έφερε είδηση μεγάλη
Στη Μαρία που αγρυπνά
Χαίρε κόρη ευλογημένη
Που ‘χεις χάρη θεϊκή
Θα σαρκώσεις το Μεσσία
Που προσμένει όλη η γη
Σε ένα σπήλαιο με ζώα
Στη μικρή τη Βηθλεέμ
Ο θεάνθρωπος οράται
Ψάλλουν όλοι τεριρέμ
Όμως γρήγορα τα βέλη
Του Ηρώδου του σκληρού
Θα στραφούν προς το παιδίον
Τη ζωή του απειλούν
Έτσι η καλή μητέρα
Η σεμνή η Παναγιά
Με τον Ιωσήφ τον μνήστωρ
Για την Αίγυπτο τραβά
Αγαπάει τον καλό της
Τον θεάνθρωπο Χριστό
Και βαδίζει δίχως κόπο
Έχει άγγελο οδηγό
Όταν πέθανε ο Ηρώδης
Επιστρέφει πάλι εκεί
Στην αγαπητή πατρίδα
Στων αγίων την άγια γη
Τώρα βλέπει τα μυστήρια
Τα σημεία τα ιερά
Όσα κάνει ο Υιός της
Με την χάρη που σκορπά
Η χαρά της η μεγάλη
Δεν κρατάει για πολύ
Την ψυχή της την τρυπάει
Ένα μυτερό «καρφί»
Το μονάκριβό της σπλάχνο
Το ζηλεύουν οι κακοί
Γραμματείς και Φαρισαίοι
Το οδηγούν στη φυλακή
Βασανίζουν οι κακούργοι
Τον μεγάλο τους γιατρό
Στον ουράνιο ευεργέτη
Θα προσφέρουνε σταυρό
Είναι η πίκρα της μεγάλη
Πώς μπορεί η Παναγιά
Να μην κλάψει για τον γιο της
Που αβάστακτα πονά
Η αδικία τη συντρίβει
Το μαράζι της πολύ
Οι αχάριστοι Εβραίοι
Της σταυρώνουν το παιδί
Όλα όμως θα αλλάξουν
στην καθάρια της ψυχή
όταν βλέπει τον Χριστό μας
αναστάντα νικητή
Και Εκείνος θα ανέλθει
Γρήγορα στους ουρανούς
Μα η πίστη της Μητέρας
Φέρνει δέος σε πολλούς
Τώρα έχει τον Υιό της
Στη βαθιά της την καρδιά
Όπως τότε που παιδάκι
Τον υμνούσε σιωπηλά
Ω, γλυκιά μας Παναγία
Και μητέρα του Θεού
Γίνε σκέπη και προστάτης
Φώτισέ μας και το νου
Συ που γνώρισες τον πόνο
Όταν έχασες Αυτόν
Κάνε ώστε η ύπαρξή μας
Να μην χάσει τον Χριστό
Άκουσε την προσευχή μας
Τη θερμή μας την κραυγή
Είσαι συ που μας στηρίζεις
Κάθε ώρα και στιγμή
Στο αγαπητό παιδί σου
Είσαι πάντοτε κοντά
Και θερμαίνεται απ’ εκείνο
Η μεγάλη σου καρδιά
Στείλε Εσύ σ’ αυτόν τον κόσμο
Που παγώνει και πεινά
Λίγη χάρη και ευλογία
Δεν υπάρχει αλλού χαρά
Και έτσι αδιάκοπα με πόθο
Και αέναη φωνή
Θα δοξάζουμε εσένα
Δεν θα νιώθουμε ορφανοί
Θεοτόκε Παναγία
Σε υμνεί ο ουρανός
Σε λατρεύει όλη η κτίση
Σε αγαπάει ο Θεός
Γέφυρα έγινες του κόσμου
Με τον απρόσιτο Θεό
Και έδειξες σε εμάς το δρόμο
Που οδηγεί στον ουρανό
Στον παράδεισο συνέχεια
Με λαχτάρα σε κοιτούν
Των αγγέλων οι χορείαι
Και σεπτά σε τραγουδούν
Πλέκουν άσματα και λόγια
Που δεν έχουν τελειωμό
Και ενώνουν τις φωνές τους
Με των αγίων το χορό
Εκεί κάποτε να φτάσω
Η ψυχή μου λαχταρά
Για να βλέπω τη μορφή σου
Θεία χάρη να σκορπά
Παναγία Θεοτόκε
Μάνα καθενός πιστού
Δώσε να αισθανθούμε όλοι
Την αγάπη του Χριστού
Και όταν έρθει εκείνη η ώρα
Που θα φύγουμε απ’ τη γη
Στον παράδεισο να ζούμε
Αγκαλιασμένοι, λαμπεροί
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
10-01-98
ΣΤΟΝ ΘΕΙΟ ΤΑΚΗ
Ζούσε ένας νέος
Κάποτε στη γη
Με πράσινα μάτια
Και ξανθό μαλλί
Αγάπαγε τη φύση
Τους κάμπους, τα βουνά
Τα πράσινα λειβάδια
Τα δάση τα πυκνά
Σε ένα χωριουδάκι
Ψηλά στα ορεινά
Μεγάλωσε με θεία
Και μια καλή γιαγιά
Σύντομα οι γονείς του
Πήγαν στον ουρανό
Εκεί που δεν τους πιάνει
Το μάτι το κακό
Είχε και αδελφάκι
Πρόσχαρο, γελαστό
Το φρόντιζε μ’ αγάπη
Το ήθελε γερό
Η πείνα συντροφεύει
τα δύστυχα παιδιά
και ο θείος μας ο Τάκης
ζαλίζεται συχνά
Το σπίτι τους δεν έχει
Να θρέψει τα μικρά
Και η θεία η καημένη
Τα στέλνει για δουλειά
Μα πέφτει στο κρεβάτι
Τελείως ξαφνικά
Και έτσι παραμένουν
Κοντά της με χαρά
Επέρασαν οι μέρες
Και ο νέος ο γνωστός
Δουλεύει και κοιμάται
Στα μάρμαρα ο πτωχός
Εκρύωσε μια νύχτα
Η πλάτη του πονεί
Πλευρίτιδα τον πιάνει
Με δυσκολία ζει
Πέρασε η φουρτούνα
Γιατρεύτηκε η πληγή
Μα αισθάνεται το σώμα
Ευαίσθητο πολύ
Μετά από λίγους μήνες
Δουλεύει στην Αθήνα
Σ’ ένα ξενοδοχείο
Όμορφο σαν βιτρίνα
Κρύβεται στις ντουλάπες
Τα χέρια του ψηλά
Ζητάει τον Χριστό μας
Τη χάρη τη γλυκιά
Η προσευχή τον θρέφει
Θερμαίνεται η καρδιά
Είναι η γλυκιά του φίλη
Μόνη παρηγοριά
Και η θεία παναγάπη
Φυλάει το παιδί
Τον όμορφο τον Τάκη
Που ‘χει βασανισθεί
Κάποιο ραντεβουδάκι
Θα κλείσει μια βραδιά
Μα πυρετό σηκώνει
Την ώρα που κινά
Με τον καλό Γιωργάκη
Μένει στο Χολαργό
Και αισθάνεται πως έχει
Ουράνιο οδηγό
Σε κάθε δυσκολία
Σε όποιον πειρασμό
Καταφυγή και σκέπη
Θα έχει τον Θεό
Εργάζεται με ζήλο
Και κάθε του δραχμή
Φροντίζει να τη δίνει
Σε όποιον δεν μπορεί
Όμως πολλές αρρώστιες
Θα βρούνε το ορφανό
Και κόβουν τα φτερά του
Που θύμιζαν αετό
Με έλκος στο στομάχι
Πηγαίνει στον γιατρό
Το αίμα του στερεύει
Το θέαμα φριχτό
Εκείνος του συστήνει
Με έντονη φωνή
Όρθιος να μην μείνει
Ούτε για μια στιγμή
Ξέχασε ο καημένος
Αυτή την προτροπή
Και κάποια κρύα νύχτα
Θέλει να ενεργηθεί
Σηκώνεται με φόβο
Και μόλις περπατά
Αισθάνεται ζαλάδα
Πέφτει, λιποθυμά
Μα τότε επεμβαίνει
Στον Γιώργο τον καλό
Η Παναγιά Μητέρα
Με τρόπο θαυμαστό
Είδε στο όνειρό του
Γυναίκα αστραπτερή
Που φόραγε τα μαύρα
Και κράταγε χαρτί
Του ‘δωσε στο κεφάλι
Χτύπημα με αυτό
Και του ‘πε με λαχτάρα
Τρέχα στον αδελφό
Εκείνος μ’ αγωνία
Ξυπνάει ξαφνικά
Πετιέται απ’ το κρεβάτι
Στον άρρωστο τραβά
Με γρηγοράδα βάζει
Τα πόδια του ψηλά
Του κάνει και μαλάξεις
Του δίνει και νερά
Πέρασε η θλίψη
Εκείνη η φοβερή
Μα πάλι θα του λείψει
Η υγεία η ποθητή
Εγχείρηση στομάχου
Ο νέος θα υποστεί
Και ο ειδικός γιατρός
Νεκρό τον θεωρεί
Τον στέλνει στους θαλάμους
Στα ψυγεία των νεκρών
Εκεί που δεν χωράει
Το γέλιο των μικρών
Μα μόλις τυλιγμένο
Τον οδηγούν σ’ αυτά
Κουνάει το κεφάλι
Σκορπάει τη χαρά
Και άλλη προστασία
Ουράνια θεϊκή
Θα δει κάποιο βραδάκι
Που θάμβος προκαλεί
Κοιμόταν σε σπιτάκι
Μικρό και πτωχικό
Με σύντροφο τον πόνο
Και τον γλυκό Θεό
Όμως κάποιος πανούργος
Ζηλιάρης, φθονερός
Ήθελε το κακό του
Να τον σκοτώσει αυτός
Γνώριζε μια κοπέλα
Ωραία και σεμνή
Μα ο θείος μας ο Τάκης
Τον έδιωχνε απ’ αυτή
Τότε εκείνος παίρνει
Μαχαίρα φοβερή
Και πάει να τον σφάξει
Σαν να ‘τανε αρνί
Καθώς όμως κοντεύει
Να μπει στο σπιτικό
Μια δύναμη του φράζει
Το δρόμο στο λεπτό
Παλεύει να περάσει
Κάποιος τον συγκρατά
Και με μεγάλο μίσος
Τη μάχαιρα πετά
Μα εκείνη παραδόξως
Αντί να πάει μπροστά
Γυρίζει προς τα πίσω
Του γλείφει τα μαλλιά
Και τότε με ένα πένθος
Το άλλο το πρωί
Λέει στον θείο Τάκη
Άγγελος σε φρουρεί
Μετά από λίγα χρόνια
Μένει με τους γονείς
Μα πάλι με αρρώστιες
Τον συναντά κανείς
Έχει αυτή τη δόση
Πέτρες εις τα νεφρά
Κι οι κολικοί τον λιώνουν
Αβάσταχτα πονά
Στον Σταυρωμένο σκύβει
Κλαίει, εκλιπαρεί
Σηκώνει τις παλάμες
Αρχίζει προσευχή
Ω, Ιησού, Θεέ μου
Ελπίδα του πιστού
Παρηγοριά του κόσμου
Το φως του ουρανού
Το πνεύμα είναι πρόθυμο
Μα η σάρκα ασθενικιά
Φέρε τη θεραπεία
Δος μου τη γιατρειά
Αισθάνεται πως ξύνει
Μια μύτη την κοιλιά
Λυτρώνεται απ’ τους πόνους
Την πέτρα την πετά
Μα κι άλλο ένα θαύμα
Γνώρισε από μικρός
Τότε που ωραία ζούσε
Σαν γνήσιος χριστιανός
Περνούσε από γιοφύρι
Καβάλα σε γαϊδούρι
Μα τρόμαξε το ζώο
Του αγρίεψε τη μούρη
Άκουσε στρατιώτη
Τα πόδια να χτυπά
Και δίνει μια στον Τάκη
Που στο κενό βουτά
Τα δέκα μέτρα ύψος
Δεν έγιναν αιτία
Να πάθει το παιδάκι
Μεγάλη δυστυχία
Κάποιο ουράνιο χέρι
Βαστούσε αυτόν με χάρη
Και νόμισε τις πέτρες
Πως ήσαν μαξιλάρι
Αυτός λοιπόν ο θείος
Ήταν άλλος πατέρας
Που φώτιζε το σπίτι
Σαν ήλιος της ημέρας
Σκορπούσε την ελπίδα
Σε μας τους υγιείς
Έκρυβε μέγα πλούτο
Στα βάθη της ψυχής
Αγόραζε βιβλία
Δεν έτρωγε πολύ
Και έκανε κατ’ οίκον
Ιεραποστολή
Ζούσε σ’ αυτό τον κόσμο
Σαν άλλος μοναχός
Κλεισμένος μες στο σπίτι
Μα ήταν λαμπερός
Μας έλεγε συνέχεια
Πως πάντοτε ο Θεός
Δεν άφηνε να νιώθει
Πως είναι ορφανός
Σε κάθε δυσκολία
Μιλούσε στον Χριστό
Και όλως παραδόξως
Γλίτωνε στο λεπτό
Θυμάμαι μόλις τώρα
Που κάποτε παλιά
Τον είχανε συλλάβει
Αντάρτες με σκουφιά
Και ενώ να τον χτυπήσει
Ήθελε ο αρχηγός
Με την αγάπη εκείνου
Έγινε μαλακός
Τα λόγια του ρουφούσε
Έδειχνε σεβασμό
Στον θείο τον πτωχούλη
Που ‘ταν από χωριό
Στην πόρτα του ακουμπούσε
Να ξεκουραστεί η ψυχή του
Πέρασε μία σφαίρα
Φρέναρε στο κορμί του
Έτσι λοιπόν ο Τάκης
Έβαλε στο μυαλό μας
Την σκέψη πως οι θλίψεις
Είναι για το καλό μας
Και δεν ήτανε λόγια
Ψεύτικα και μεγάλα
Που δεν είχανε βάση
Και σε έκαναν τραμπάλα
Παρότι οι αρρώστιες
Τον έφερναν στο μνήμα
Εκείνος δεν λυπόταν
Χαμογελούσε φίνα
Και όταν έμενε μόνος
Στο σπίτι στην Αθήνα
Καθόλου δεν φοβόταν
Δεν έμοιαζε με κύμα
Όταν θα ‘ρθει η ώρα
Να πάω στα ουράνια
Κι όλοι αν με κρατάνε
Θα νιώσετε ορφάνια
Για αυτό λοιπόν κοιτάτε
Να ζείτε με ομόνοια
Για πάντα αδελφωμένοι
Χωρίς καμιά διχόνοια
Και όντως κάποια μέρα
Την πρώτη του Μαΐου
Πήγαμε σε ένα χώρο
Αγαπητό του θείου
Στο δάσος του Καλάμου
Υπάρχει μοναστήρι
Κι όλοι μας ακούμε
Να ψέλνουν καλογήροι
Ενώνουν τις φωνές τους
Με των πουλιών τους ύμνους
Έτσι μας κάνουν όλους
Ευωδιαστούς σαν κρίνους
Ο εσπερινός τελειώνει
Και βγαίνουμε στη φύση
Και ο γέροντας προτρέπει
Ο λόγος να αρχίσει
Για θαύματα που είδε
Ο θείος μας μιλάει
Και σ’ όλους ένα δέος
Και ευλάβεια σκορπάει
Μα όταν ο αέρας
Δυνάμωσε αρκετά
Δέκα ανθρώποι πάμε
Εκεί που ‘ναι ζεστά
Τότε βάζει στο στόμα
Ένα λουκούμι αυτός
Και βλέπει προς το δάσος
Ήρεμος σιωπηλός
Μετά από λίγο όλοι
Κοιτάμε τον θειούλη
Που γέρνει το κεφάλι
Πηγαίνει στον Θεούλη
Όλα ήταν να γίνουν
Με τρόπο θεϊκό
Αφού κοντά του είχε
Και τον πνευματικό
Ο Άγιος γέροντάς μας
Πατέρας Δανιήλ
Έδωσε την ψυχή του
Στον άγγελο Μιχαήλ
Ανήμερα του Αγίου
Και θαυμαστού Γεωργίου
Κοινώνησε και πέταξε
Άφησε φήμη οσίου
Αιώνια θα μείνει
Στη μνήμη μας αυτός
Που ήτανε για μένα
Ο πρώτος οδηγός
Ο λόγος του ευωδία
Απ’ τα άνθη της καρδιάς
Χαμόγελο ουράνιο
Ήταν πάντα για μας
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
11-01-98
ΣΤΟΝ ΛΑΤΡΕΥΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Ζούσε ο άνθρωπος στο σκότος
Και με πάθη φοβερά
Που ήσαν φοβεροί δυνάστες
Και τον πίεζαν βαθιά
Η ελπίδα ήταν χαμένη
Φως δεν έλαμπε στη γη
Όλοι πήγαιναν στον άδη
Στου ταρτάρου τη σκηνή
Οι μεγάλοι τυρρανούσαν
Τους ταλαίπωρους πτωχούς
Δεν υπήρχε ελευθερία
Δούλοι έμεναν σε αυτούς
Οι παράξενοι ανθρώποι
Ελατρεύσανε τη φύση
Ξύλα, πέτρες και μνημεία
Ό,τι υπάρχει μες στην κτίση
Και παρότι όλα εκείνα
Ήταν άψυχα τελείως
Φέρνανε μεγάλο φόβο
Σε ‘κοβε ιδρώτας κρύος
Ένα βρέφος γεννημένο
Στη Βηθλεέμ την ιερή
Θα σημάνει για τον κόσμο
Μια καινούρια εποχή
Άφησε τη θεία δόξα
Τα ουράνια μεγαλεία
Τους αγγέλους να υμνούνε
Των αγίων τη χορεία
Εις τον άνθρωπο που πάσχει
Είπε λόγια θεϊκά
Είμαστε τα πλάσματά Του
Τα δικά Του τα παιδιά
Ο θεάνθρωπος Μεσσίας
Ο γλυκύτατος Χριστός
Έλαμψε μέσα στο σκότος
Έγινε ήλιος νοητός
Έδειξε σ’ όλον τον κόσμο
Ένα δρόμο ιερό
Που οδηγεί στη σωτηρία
Και στον θείο φωτισμό
Εθεράπευσε αρρώστους
Γλύκανε ψυχρές καρδιές
Ξύπνησε τις συνειδήσεις
Λύτρωσε πολλές ψυχές
Έσκυψε στα βάσανά μας
Ταπεινώθηκε βαθιά
Έγινε ένα με τον πόνο
Σκόρπισε παντού χαρά
Ενώ είχε εξουσία
Να διαλύσει τους εχθρούς
Έγινε αυτός θυσία
Και έσωσε αμαρτωλούς
Έτσι ο πλούσιος πτωχαίνει
Και ο απαθής πονά
Βγάζει τις λαμπρές στολές του
Δεν θυμίζει βασιλιά
Θα μπορούσε να βολτάρει
Σε παλάτια φοβερά
Και να έχει ό,τι θέλει
Όποια ώρα το ζητά
Ήταν όμως η ζωή του
Μια πορεία σταυρική
Που είχε στόχο να ανορθώσει
Κάθε ανθρώπινη ψυχή
Πέθανε λοιπόν για όλους
Πάνω στον πικρό Σταυρό
Και έτσι άνοιξε το δρόμο
Που οδηγεί στον ουρανό
Κατεβαίνει ο Χριστός μας
Συνεχώς πιο χαμηλά
Φτάνει στο έσχατο σημείο
Μες στου Άδη τα στενά
Ω, κατάβαση αγία
Ω, πορεία θεϊκή
Πότε πάλι η ανθρωπότης
Δεν εγνώρισε αυτή
Όλοι οι άνθρωποι μοχθούνε
Να ανεβούνε στα ψηλά
Μα ο Κύριος της δόξης
Βάδιζε όλο χαμηλά
Και όταν ήρθε εκείνη η ώρα
Η μεγάλη και ιερή
Αναστένεται απ’ τον τάφο
Και θυμίζει νικητή
Γι’ αυτό όσοι λαχταρούνε
Αναστημένοι να βρεθούν
Πρέπει με ένταση και πόθο
Τον Χριστό να μιμηθούν
Να πετάξουν δίχως άλλο
Ό,τι βρώμικο φορούν
Και ενθυμούμενοι Εκείνον
Ταπεινά να πορευτούν
Έτσι πάλι θα ανατείλει
Το αστέρι της Βηθλεέμ
Όπως τώρα στις καρδιές μας
Που θα ψέλνουν τεριρέμ
Ιησού Θεέ προστάτη
Φίλε όλων των πιστών
Είσαι η μόνη μας ελπίδα
Η ενότης των λαών
Όταν σκύψεις στα παιδιά σου
Και γλυκάνεις τις ψυχές
Πανηγύρι θα αρχινίσει
Με εόρτιες φωνές
Είσαι Συ το φως του κόσμου
Συ σκορπάς τη μοναξιά
Συ παρηγορείς τους μόνους
Τα πτωχά και ορφανά
Το γλυκύτατο όνομά Σου
Λένε αδιάκοπα οι πιστοί
Και μια χάρη πλημμυρίζει
Όλη τους τη βιωτή
Κάνε πάντα να θυμάμαι
Τη λαμπρή Σου τη μορφή
Κι όλοι τότε οι εφιάλτες
Θα σκορπάνε στη στιγμή
Όταν γνώρισα Εσένα
Ήμουνα άπειρο παιδί
Και από τότε η καρδιά μου
Με λαχτάρα Σε ζητεί
Όμως κρύβεσαι πολλάκις
Και με τρώει η παγωνιά
Τα πολύπλοκα τα πάθη
Σε κρατάνε μακριά
Κάνε ώστε η ψυχή μας
Να ‘χει πόθο διαρκή
Και με έρωτα μεγάλο
Να σε νιώθει στην ψυχή
Τότε όλα είναι ωραία
Έστω και αν ζούμε εμείς
Σε ένα σπήλαιο κλεισμένοι
Στερημένοι ηδονής
Όταν η καρδιά σκιρτάει
Και χορεύει θεϊκά
Δεν αισθάνεται ανάγκη
Να γευτεί τα κοσμικά
Βλέπει θεία μεγαλεία
Έχει γνώση μυστική
Νιώθει απέραντη ειρήνη
Θείο φως κατέχει αυτή
Έτσι γνώρισα αγίους
Που ‘ζησαν στην ερημιά
Όμως είχανε ζωντάνια
Θύμιζαν μικρά παιδιά
Δεν συνάνταγες σε εκείνους
Σκυθρωπότητα σκληρή
Η αγνότης της μορφής τους
Σε τραβούσε όλοι εκεί
Ήταν ο Χριστός κοντά τους
Και μια αύρα θεϊκή
Δρόσιζε την ύπαρξή σου
Που χαιρότανε πολύ
Παλικάρια της ερήμου
Που ανθάτε εδώ στη γη
Δώστε λίγο απ’ το άρωμά σας
Στη δική μας την ψυχή
Τότε η θλίψη θα νικάται
Και ο Σταυρός θα ‘ναι ελαφρύς
Οι διαμάχες θα εκλείψουν
Και η ειρήνη διαρκής
Ω, Χριστέ μας ποθητέ μας
Και χαρά των μοναχών
Συ είσαι η δόξα των αγγέλων
Το καμάρι των πιστών
Όταν είσαι στο πλευρό μου
Έστω κι αν βρεθώ μακριά
Δεν θα νιώσει η ύπαρξή μου
Τη βαριά τη μοναξιά
Ω, Χριστέ μας ποθητέ μας
Σε αγάπησαν και αυτοί
Οι χορείες των αγίων
Που τώρα ευφραίνονται πολύ
Στου παράδεισου τα κάλλη
Είσαι αστέρι φωτεινό
Που δεν δύει στον αιώνα
Και ζεσταίνει τον πιστό
Ω, Χριστέ μας ποθητέ μας
Κλείνοντας το ποίημα αυτό
Σε παρακαλώ να έρθεις
Και σε με τον μοναχό
Μην αργήσεις ω, χαρά μου
Η καρδιά μου σε διψά
Όταν είσαι μακριά μου
Χάνομαι στα σκοτεινά
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
17-01-98
Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΦΕΝΤΗΣ
Είναι πικρό να βρίσκεσαι
Κάτω από σκληρό αφέντη
Που τσαλακώνει την καρδιά
Και του τρανού λεβέντη
Φωνές που ακούγονται συχνά
Όπου αυτός πηγαίνει
Θέλει να βρίσκεται ψηλά
Το φόβητρο να σπέρνει
Δεν αγαπά τον ήσυχο
Τον ταπεινό το βίο
Του αρέσει να ‘χει την πρωτιά
Να προκαλεί το Θείο
Η ανοχή του είναι μικρή
Σε όλα τα σφάλματά μας
Δεν θέλει αυτός να συγχωρεί
Τα λάθη τα δικά μας
Το πρόσωπό του σκυθρωπό
Δεν έχει θεία χάρη
Που πάντα γλυκαίνει την ψυχή
Αυτού που θα την πάρει
Όπου σταθεί και όπου βρεθεί
Γκρινιάζει και μουτρώνει
Όλα του φαίνονται στραβά
Ο νους του τον θολώνει
Όμως με τη μετάνοια
Όλα μπορούν να αλλάξουν
Να ανθίσουν τα σκληρά κλαδιά
Τα αγκάθια να πετάξουν
Όταν με ζήλο θεϊκό
Λατρεύσει τω Κυρίω
Τότε θα νιώσει μέσα του
Το θείο μεγαλείο
Θυμούμενος του Ιησού Χριστού
Την άκρα ευσπλαχνία
Θα σπάσει τους «πέτρινους» φραγμούς
Που δένουν με μανία
Πλησίασε τον φίλο σου
Τον Θείο Δάσκαλό μας
Και δεν θα βλέπεις τα στραβά
Που κάνει ο διπλανός μας
Μόνο θα εύχεσαι για αυτόν
Εις τον Θεό Πατέρα
Για να φωτίσει την ψυχή
Που πέφτει κάθε μέρα
Με το καλό παράδειγμα
Με τον γλυκό το λόγο
Ελέγχεται ο αναίσθητος
Αισθάνεται έναν πόνο
Ταπείνωση, πραότητα
Αγάπη και θυσία
Χρειάζεται κάθε πιστός
Για να βαδίσει ευθεία
Έτσι με την αγάπη σου
Και την φιλανθρωπία
Και οι λοξοί οι άνθρωποι
Θα γίνονται θυσία
Και μην ξεχνάς παιδάκι μου
Τον Θείο οδηγό
Που γιάτρεψε τη φύση σου
Και σ’ έκανε λαμπρό
Το αναστημένο, ένδοξο
Το θείο Του το σώμα
Ενίκησε το θάνατο
Του άδου τον κλαυθμώνα
Για αυτό και ‘μεις οι άνθρωποι
Όταν περνάμε πίκρες
Να μην απελπιζόμαστε
Θα έρθουνε και γλύκες
Το μόνο να προσεύχεσαι
Για όσους σε σταυρώνουν
Και θα ομοιάσεις του Χριστού
Έστω και αν σε σπιλώνουν
Θυμίσου πως την Άνοιξη
Την φέρνει ο Χειμώνας
Και δεν θα ξεραθεί ποτέ
Μέσα σου ο ανθώνας
Γονάτισε στον Κύριο
Ύψωσε τις παλάμες
Και με αυτί «ακήκοο»
Άκουσε τις καμπάνες
Είν’ οι φωνές του ουρανού
Οι θείες μελωδίες
Τις ψέλνουν άγιοι άγγελοι
Στις θείες κατοικίες
Ύμνους και άσματα τερπνά
Προσφέρουν στον Θεό μας
Και όλοι μαζί παρακαλούν
Για τον καλό λαό μας
Ανέβασε λοιπόν και συ
Το νου σου στα ουράνια
Και ύμνησε τον Λυτρωτή
Για να σου φύγει η ορφάνια
Σκληροί, δειλοί και ανόητοι
Χαμένοι και βλαμμένοι
Προσέλθετε στον Κύριο
Όλους μας περιμένει
Το φως Του το ουράνιο
Το ανέσπερο και θείο
Είναι η ελπίδα του πιστού
Το άγιο φαρμακείο
Μέσα σ΄ αυτό αγιάζεται
Κάθε πιστού η ψυχή
Και φεύγουν τα εξογκώματα
Που βρίσκονται εκεί
04-11-97
Άγ. Ανδρέας
(Με αφορμή μια μεγάλη
σκληρή συμπεριφορά ενός γέροντα
στην Ι.Μ. Πετράκη)
Η ΜΑΡΟΚΙΝΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Μια κοπέλα απ’ το Μαρόκο
Έφτασε στη Βουλγαρία
Για να κάνει τις σπουδές της
Σε μια ωραία πολιτεία
Μουσουλμάνα στη θρησκεία
Και Αμάλ το όνομά της
Είναι εκ φύσεως γενναία
Και κομψή στο πέρασμά της
Δεν τα θέλει τα ξενύχτια
Και τις βόλτες στα σκοτάδια
Αγαπάει τη μελέτη
Και την προσευχή τα βράδια
Οδοντίατρος θα γίνει
Αν τελειώσει τη σχολή της
Και θα κάνει όσους πονάνε
Να ζητάνε τη στοργή της
Εκεί γνώρισε μια μέρα
Τη Μαρία απ’ την Ελλάδα
Που εσπούδαζε με ζήλο
Στην ιατρική μονάδα
Έκαναν καλή παρέα
Οι δυο νεαρές κοπέλες
Και έτσι γλύτωναν με χάρη
Απ’ τις νεανικές τις τρέλες
Η αγάπη της Μαρίας
Και η γλυκιά της καλοσύνη
Επηρέασαν σε βάθος
Την Αράβισα εκείνη
Θέλησε για αυτό να μάθει
Πιο πολλά για τον Χριστό μας
Που δεν έπαψε ποτέ Του
Να βοηθάει τον λαό μας
Και κατάλαβε αμέσως
Τι προσφέρει η ορθοδοξία
Που ‘χει ζωντανή λατρεία
Και ουράνια μεγαλεία
Πολλά βράδια πεταγόταν
Απ’ τον ύπνο με αγωνία
Δεν μπορούσε να βοηθήσει
Η δική της η θρησκεία
Έβαλε λοιπόν μια νύχτα
Τον Σταυρό στο μαξιλάρι
Και από τότε δεν φοβόταν
Έμοιαζε με παλικάρι
Τέλειωσαν οι εφιάλτες
Έφυγ’ η μελαγχολία
Και ζεστάθηκε η καρδιά της
Απ’ του Χριστού την παρουσία
Για πολύ καιρό εξάλλου
Μελετούσε τη Χημεία
Κι ήταν δύσκολο για εκείνη
Να ‘χει σε αυτήν επιτυχία
Όταν όμως στο γραφείο
Την εξέταζαν δασκάλοι
Δυο λογάκια προσευχής
Της φωτίσαν το κεφάλι
Εξεπλάγησαν πολλοί
Αριστούχοι με την πρώτη
Δεν ήταν όνειρο θολό
Είχε κοντά της Δεσπότη
Και όταν ήλθε στην Ελλάδα
Διακοπές με τη Μαρία
Γνώρισε και από κοντά
Την αληθινή θρησκεία
Πήγανε σε μοναστήρι
Σε αγιασμένους τόπους
Και συνάντησαν με δέος
Ευγενείς, άγιους ανθρώπους
Με τον γέρο Δανιήλ
Τον πνευματικό πατέρα
Έφτασαν στον γέροντά τους
Στον Πορφύριο μια μέρα
Η κοπέλα απ’ το Μαρόκο
Μόλις είδε τη μορφή του
Πέταξε από χαρά
Έλαμπε όλη η ύπαρξή του
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι
Και με άρρωστο το σώμα
Ζωογονούσε τους πιστούς
Που αισθάνονταν σαν πτώμα
Ο παράδεισος κοντά της
Ένιωθε να βασιλεύει
Είδε λίγο απ’ την χάρη
Που καθένας μας γυρεύει
Και αγάπησε εκείνον
Τον θειότατο πατέρα
Που εδίδασκε πολλάκις
Σιωπηλά όλη την ημέρα
Όλα πλέον τα σημεία
Την καλούσανε να φτάσει
Στον νυμφώνα του Κυρίου
Και Αυτόν να αγκαλιάσει
Κι ήρθε η μεγάλη ώρα
Για εκείνη την γενναία
Απ’ την επόμενη τη νύχτα
Θα ‘χει αγγέλους για παρέα
Μες απ’ την άγια κολυμβήθρα
Σε ναό της Μαλακάσσης
Βγαίνει ολόλαμπρη, καθάρια
Σαν απ’ τα βάθη της θαλάσσης
Έλαβε τη θεία χάρη
Απ’ του Δανιήλ τα χέρια
Με το Άγιο βάπτισμά της
Λάμπει σαν τα ουράνια αστέρια
Κι είναι τώρα η Παναγιώτα
Η παλιά η μουσουλμάνα
Χριστιανή εν επιγνώσει
Δεν αισθάνεται ορφάνια
Παντρεμένοι λίγα χρόνια
Με τον αδελφό Μιχάλη
Έχουν τρια μικρά παιδάκια
Η χαρά τους είναι μεγάλη
Τον μικρότερο τον γιο τους
Πορφυράκι ονομάζουν
Γιατί έγινε με θαύμα
Κι όλοι τώρα τον φωνάζουν
Κάποια μέρα είναι κλεισμένη
Στο δωμάτιο του σπιτιού της
Και απ’ τον άγιο ζητούσε
Να λυτρώσει τους καημούς της
Και έτσι αμέσως την σηκώνουν
Και την πάνε να γεννήσει
Είχε χάσει πολύ αίμα
Υπήρχε φόβος να μην ζήσει
Η περιπέτεια θα λήξει
Κι ο γιατρός με «απορία»
Είχες άγιο κοπέλα
Ζεις με τέτοια αιμορραγία
Η συγκίνηση μεγάλη
Η Μαροκινή μας κλαίει
Από τότε η καρδιά της
Με δοξολογία λέει
Γέροντά μου, αγαπημένε
Μες στη σκέψη μου θα είσαι
Με μια ακτίνα στο σκοτάδι
Τις μουντζούρες έλα σβήσε
Και ο Άδης της ψυχής μας
Με ένα φως θα πλημμυρίσει
Τις νεκρές τις αρετές μας
Θα ‘ρθει να ζωογονήσει
ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ Π. ΘΕΟΤΟΚΗ
Ήταν κάποτε παιδάκι
Γεμάτο πάχος και ντροπή
Με σκυμμένο το κεφάλι
Και κρυμμένο στη σιωπή
Όλοι το περιφρονούσαν
Δεν του δίναν προσοχή
Νόμιζαν πως δεν αξίζει
Πως δεν θέλει τη στοργή
Τον κορόιδευαν στην τάξη
Δεν το αγάπησαν αυτοί
Οι καλοί οι μαθητάδες
Που ντροπιάζουν τη φυλή
Κάποτε μέσα στο σπίτι
Βρέθηκε για να σκεφτεί
Ποια σχολή να επιλέξει
Για ανώτερη σπουδή
Οι γονείς του με καμάρι
Του προτείναν στη στιγμή
Να δηλώσει στη φυλλάδα
Και τη Θεολογική
Έτσι έτυχε στο νέο
Που μελέτησε πολύ
Να βρεθεί σε χώρους ξένους
Με ό,τι ποθούσε στη ζωή
Άκουγε για τον Θεό μας
Αλήθειες μεγάλες και ιερές
Που του φέρναν απορία
Και ζαλάδες τρομερές
Έλειπε η εμπειρία
Απ’ του νέου την ψυχή
Δεν εγνώριζε ο καημένος
Τη γλυκιά την προσευχή
Έλεγε στον εαυτό του
Με έναν πόνο δυνατό
Πως θα ήταν κοροϊδία
Να μιλά για τον Θεό
Ένα χρόνο σαν χαμένος
Γύριζε μες στη σχολή
Ώσπου κάποια μέρα ακούει
Κάποια θεία συμβουλή
Ένας γνώριμος του χώρου
Και γνωστός συμφοιτητής
Με απλότητα του λέγει
Πήγαινε να γιατρευτείς
Μες στο κέντρο της Αθήνας
Στην Ομόνοια κοντά
Θα ‘βρεις έναν ιερέα
Που θερμαίνει την καρδιά
Έτρεξε σαν χελιδόνι
Που διψά για μια φωλιά
Στο κελάκι του αγίου
Βρήκε ουράνια ζεστασιά
Ξεκαθάρισαν οι σκέψεις
Πέσαν τα βαριά δεσμά
Δεν υπάρχουν τώρα τύψεις
Λάμπει κι είναι όλο χαρά
Βάζει στόχο στη ζωή του
Υψηλό και σταθερό
Να μιμείται τους αγίους
Και να ζει με τον Χριστό
Με νηστείες και αγρυπνίες
Και πορείες μακρινές
Δυναμώνει το κορμί του
Και θυμίζει νικητές
Φεύγουν τα παλιά τα κόμπλεξ
Τα σπυράκια τα πολλά
Όλοι τώρα τον θαυμάζουν
Και τον θέλουνε κοντά
Παίρνει τρεις υποτροφίες
Αγαπάει τη σχολή
Μελετάει μέρα νύχτα
Και το δέος προκαλεί
Έτσι γνώρισε και μένα
Κάποιο βράδυ στα στενά
Και μιλήσαμε ωραία
Για την πίστη που νικά
Του ‘δωσα πολλά βιβλία
Όμορφα, χριστιανικά
Που τα διάβασε με ζήλο
Και μορφώθηκε πλατιά
Και ήλθε το καλοκαιράκι
Με τις ζέστες τις πολλές
Και αποφάσισαν οι φίλοι
Να υπάγουν διακοπές
Στο Άγιο Όρος θα βαδίσουν
Όπου ζούνε μοναχοί
Φωτισμένοι και αγιασμένοι
Άμωμοι και ζηλευτοί
Τα εμπόδια μεγάλα
Πειρασμοί και αναποδιές
Χάνεται το εισιτήριο
Και οι βαλίτσες οι γνωστές
Όμως όλα ξεπερνιούνται
Και με όρεξη τρανή
Φτάνουνε σε μοναστήρι
Αναπαύονται εκεί
Βλέπουνε τα θεία κάλλη
Και ουράνιες ομορφιές
Λείψανα, τοιχογραφίες
Και οσιακές μορφές
Ασκητάδες και κελιώτες
Ερημίτες που διψούν
Να αγαπήσουν τον Θεό μας
Να ευφράνουν όσους πονούν
Νιώθουν άπειρη αγάπη
Να απλώνεται παντού
Η ειρήνη και η ησυχία
Καθαρίζει κάθε νου
Μες στα δάση τα παρθένα
Με τα αηδόνια να υμνούν
Στο αγιώνυμο το όρος
Περπατούν και τραγουδούν
Όλα είναι τόσο ωραία
Καθαρά και γιορτινά
Των οσίων οι αγρυπνίες
Σε ανεβάζουνε ψηλά
Οι ομιλίες σε στηρίζουν
Σου γλυκαίνουν την ψυχή
Οι ευωδίες των λειψάνων
Σε ευφραίνουν στη στιγμή
Το υγιεινό φαΐ τους
Στα τραπέζια τα κοινά
Συγκεντρώνει τους πατέρες
Σου στηρίζει την καρδιά
Η θυσία τους για όλους
Είναι όντως θεϊκή
Δεν υπάρχει το συμφέρον
Δεν σε θλίβει η οργή
Όλοι ζουν αδελφωμένοι
Με ένα στόχο στη ζωή
Να κερδίσουνε τον έναν
Τον Χριστό, τον Λυτρωτή
Ο γνωστός ο Παναγιώτης
Συγκλονίστηκε με αυτά
Τα ωραία, τα μεγάλα
Τα αγνά ιδανικά
Θαύμασε τους αγιορείτες
Τα περίλαμπρα παιδιά
Που χαμόγελα χαρίζουν
Και γεμίζουν την καρδιά
Κλαίγοντας μες στην ψυχή του
Έφυγε απ’ τη μονή
Και μου είπε με ένα δέος
Τους αγάπησα πολύ
Και δεν άργησε να πάρει
Μια απόφαση τρανή
Μόλις πήρε το πτυχίο
Τράβηξε για τη μονή
Είναι τώρα ο Παναγιώτης
Αγιορείτης μοναχός
Πόσο λάμπει η μορφή του
Είναι τόσο ταπεινός
Το καινούργιο όνομά του
Έλαβε κάποιο πρωί
Θεοτόκη τον φωνάζουν
Καταφθάνει στη στιγμή
Οι προσευχές του μας στηρίζουν
Εμάς τους τόσο κοσμικούς
Και συχνά μας απαλλάσσουν
Από χίλιους πειρασμούς
Προσευχήσου φιλαράκο
Για εμέ τον ταπεινό
Τον Αρσένιο που γράφει
Τον πολύ αμαρτωλό
29-12-97
Αγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
Ήταν μια μικρή κοπέλα
Στρουμπουλή και γελαστή
Οι φωνές της αντηχούσαν
Σε όλη τη μικρή αυλή
Ζούσε όμορφα και ωραία
Σε σπιτάκι ορεινό
Με τους άξιους γονείς της
Και έναν τέλειο αδελφό
Τίποτα όμως στον κόσμο
Δεν θα μείνει σταθερό
Η χαρά βρίσκει τη θλίψη
Και η ζωή το σκοτωμό
Έτσι και η γλυκειά Σοφούλα
Η παιδούλα η μικρή
Βλέπει κάποια κρύα μέρα
Τη μανούλα της νεκρή
Από τη ζήλεια τη μεγάλη
Κάποια θεία της γνωστή
Με τα χέρια της την πνίγει
Δήθεν για να λυτρωθεί
Εμεγάλωσε η κόρη
Άρχισε και το σχολειό
Άκουγε το μάθημά της
Με έντονο ενθουσιασμό
Οι δουλειές όμως στο σπίτι
Δεν αφήναν το ορφανό
Να στρωθεί εις τη μελέτη
Και εθλίβετο για αυτό
Η θετή της η μητέρα
Κουραζόταν σαν γριά
Και συνέθλιβε εκείνη
Τη βασάνιζε αρκετά
Έπλενε, άπλωνε, βοηθούσε
Το δικό της το παιδί
Όλη μέρα εργαζόταν
Έτρεχε σαν παλαβή
Τι να κάνει η καημένη
Η Σοφούλα η καλή
Υπηρέτρια στο σπίτι
Του πατρός της θα βρεθεί
Οι ξαδέλφες της γυρίζουν
Και ψωνίζουν με χαρά
Μα αυτό το κοριτσάκι
Την κουζίνα σιγυρά
Όμως πρόσκληση ωραία
Δέχεται κάποιο πρωί
Να κατέβει στην Αθήνα
Να βοηθήσει συγγενή
Ήταν στα δεκαεννιά της
Όμορφη και φωτεινή
Με γλυκύτητα και χάρη
Και μελωδική φωνή
Την Τριπολιτσά αφήνει
Την σπουδαία την τρανή
Που εδόξασε το γένος
Και έβγαλε άνδρες με πυγμή
Σε ένα σπίτι στο Χαλάνδρι
Τώρα θα υπηρετεί
σε οικογένεια γνωστή της
που ‘χει αγιάτρευτη πληγή
Δυο κορίτσια προστατεύει
Με πολύ-πολύ στοργή
Και την άρρωστη τη μάνα
Τη φροντίζει όσο μπορεί
Και όταν πέθανε εκείνη
Η μητέρα η λαμπρή
Έγινε η γλυκιά Σοφία
Άλλη μάνα στοργική
Αγαπάει τα παιδάκια
Τα διαβάζει, τα ξυπνά
Τα μαθαίνει ιστορίες
Και αισθάνεται χαρά
Δέκα χρόνια παραμένει
Στην οικεία τη γνωστή
Και σαν μοναχή εν κόσμω
Κάνει άκρα υπακοή
Δεν μπορεί πια να πιστέψει
Πως αυτή θα παντρευτεί
Ένα πράγμα επιδιώκει
Των παιδιών την προκοπή
Και η ορφανή κοπέλα
Δεν πληρώνεται για αυτά
Που προσφέρει με αγάπη
Στα ταλαίπωρα ορφανά
Ο δεσπότης της οικείας
Γίνεται συχνά σκληρός
Ένα δώρο δεν προσφέρει
Τσιγκούνης είναι δυστυχώς
Κι όταν όμως δυσκολεύουν
Οι συνθήκες της ζωής
Η φροντίδα του Θεού μας
Παραμένει διαρκής
Ένας θείος φωτισμένος
Και λεβέντης στην ψυχή
Κάνει λόγο στην Σοφία
Για έναν άνδρα συμπαθή
Είναι ώριμος και ωραίος
Με ευαίσθητη καρδιά
Ο αδελφός του ο Κανέλλος
Που στις θάλασσες γυρνά
Τη Σοφία μόλις βλέπει
Ήρεμη και σιωπηλή
Παίρνει απόφαση ραγδαία
Θέλει να την παντρευτεί
Και έτσι γίνεται ο γάμος
Κάποιο βράδυ σε ναό
Και το ορφανό κορίτσι
Βρίσκει σύντροφο καλό
Μα οι πίκρες δεν τελειώνουν
Ποτέ μέσα στη ζωή
Κι η Σοφία σε ένα χρόνο
Κάνει μια αποβολή
Τρία ζωντανά αγγελούδια
Χάνει σύντομα αυτή
Μόνη ελπίδα μες στο κλάμα
Η θερμή της προσευχή
Παναγιά μου γλυκυτάτη
Συ που έφερες στη γη
Τον Χριστό μας και Θεό μας
Άκουσε μια ταπεινή
Χάρισέ μου την υγεία
Δώσε μου ένα παιδί
Και σε εσένα θα το τάξω
Σε μονή θα βαπτιστεί
Και δεν άργησε η μάνα
Να αισθανθεί μες στην κοιλιά
Ένα νέο πλασματάκι
Να κουνιέται ζωηρά
Οκτώ μήνες στο κρεβάτι
Κάθεται με υπομονή
Και ο ζηλευτός Κανέλλος
Τη φροντίζει με στοργή
Έτσι έρχεται στον κόσμο
Κοριτσάκι μαλλιαρό
Που θυμίζει κουνελάκι
Είναι τόσο δα μικρό
Το βαπτίζουν στο Αμπελάκι
Στη μονή της Παναγιάς
Και προσφέρουνε αρνάκι
Σαν κι αυτό της Πασχαλιάς
Τώρα όλα μες στο σπίτι
Είναι όντως γιορτινά
Και η μανούλα η Σοφία
Κάνει κι άλλα δυο παιδιά
Στο Παγκράτι διαμένει
Σε σπιτάκι πτωχικό
Όμως πάλι θα προσφέρει
Με ένα ζήλο θεϊκό
Ένα θείο πονεμένο
Άρρωστο μα και σοφό
Θα δεχτεί να διακονήσει
Μες στο σπίτι το μικρό
Και ο πατέρας ξεκινάει
Να ανοίξει μαγαζί
Κρεοπωλείο στο Παγκράτι
Για να κάνει προκοπή
Ο Θεός που επιβλέπει
Εξ αρχής τον ευλογεί
Μ’ ένα θαυμαστό σημείο
Του ευφραίνει την ψυχή
Ένα σταυρουλάκι μαύρο
Βρίσκεται στο μαγαζί
Μέσα σε μια κάσα ψάρια
Στην πρώτη που άνοιξε εκεί
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
Κι έγινε τώρα γιαγιά
Μα και πάλι όλο κοπιάζει
Για των παιδιών της τα παιδιά
Στον αγαπητό Μιχάλη
Τον λεβέντη αδελφό
Κάθε μέρα θα πηγαίνει
Για να κάνει τον βοηθό
Δώσε δύναμη, Θεέ μου
Στην καλή μας τη μητέρα
Και σε θρόνο που θα λάμπει
Ύψωσέ τη κάποια μέρα
Και στον γιο της τον μεσαίο
Τον Αρσένιο που γράφει
Δώσε φώτιση και χάρη
Για να σε υμνεί στην πλάση
Και τον ευλαβή πατέρα
Τον ακούραστο Κανέλλο
Που με την πλατειά καρδιά του
Αγκαλιάζει κάθε νέο
Μην ξεχνάς να τον στηρίζεις
Για να γίνεται λαμπάδα
Που θα καίει μέρα-νύχτα
Στην Αγία μας Ελλάδα
03-01-98
Άγ. Ανδρέας
Ιπποκράτειο
ΣΤΟ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟ
Στων γερόντων την αυλή
Στέκονται με συστολή
Τα γερόντια τα καημένα
Που δεν έχουνε κανένα
Η ζωή τους κατά τα άλλα
Φαίνεται ήσυχη, ωραία
Δίχως μέριμνες ποικίλες
Κάθονται σε μια παρέα
Οι κυρίες της κουζίνας
Με τη θεία προσφορά τους
Μαγειρεύουν κάθε μέρα
Τα αισθάνονται παιδιά τους
Φαίνονται όμως πικραμένοι
Και συχνά μελαγχολούν
Καθώς είναι αναγκασμένοι
Άλλοι να τους οδηγούν
Δεν ορίζουν τη ζωή τους
Ζούνε στρατιωτικά
Άλλοι αποφασίζουν πάντα
Ποια θα είν’ τα φαγητά
Όσο άνετα κι αν είσαι
Σε κελί της φυλακής
Πάντα θα ‘χεις έναν πόνο
Που δεν σε ρωτάει κανείς
Άλλοι πάντα αποφασίζουν
Και προγράμματα κολλούν
Είναι αδύνατο εξάλλου
Όλοι να ικανοποιηθούν
Ας μην είμαστε ακραίοι
Αδελφοί μου χριστιανοί
Όταν δούμε τα γερόντια
Να γκρινιάζουν στη στιγμή
Θέλουν να εκτονωθούνε
Έχει βάρος η σκλαβιά
Όσο κι αν πληθαίνουν πάντα
Τα ωραία φαγητά
Δώστε λίγο απ’ τη ζωή σας
Κάποια ελάχιστα λεπτά
Για να πείτε «καλημέρα»
Στον καθένα χωριστά
Νιώθουν όμορφα, γελάνε
Όταν νιώθουν πως εσύ
Δεν τους βλέπεις σαν μια μάζα
Σαν αγέλη ζωική
Η προσωπική η σχέση
Έχει κάτι θεϊκό
Αφού πάντοτε μιλάμε
Για προσωπικό Θεό
04-07-2002
ΑΓΡΥΠΝΗ ΚΑΡΔΙΑ
Γράφω τώρα ένα ποίημα
Με πονετική καρδιά
Για τα χάλια μας τα μαύρα
Που πιέζουν την καρδιά
Οι πολλές οι διασπάσεις
Και οι πολυμερισμοί
Είναι όντως δυστυχία
Για μια ευαίσθητη ψυχή
Είναι ο νους πλασμένος έτσι
Ώστε όλο να πηδά
Να κινείται με ζωντάνια
Σε λαγκάδια, σε βουνά
Είναι θείο όμως έργο
Να του στρέψεις την ορμή
Προς τα θεία μεγαλεία
Στου Χριστού μας τη μορφή
Για να γίνει αυτό το έργο
Το ανέβασμα του νου
Πρέπει να έχουν οι αισθήσεις
Την εγρήγορση φρουρού
Με τη μοναξιά τη θεία
Τη νηστεία, την ευχή
Δύναται η ψυχή να νιώσει
Την ουράνια ηδονή
Λέμε ναι στην εργασία
Στις ατέλειωτες δουλειές
Που όμως δεν κρατούν το νου μας
Στις χαρές τις τωρινές
Είναι τέχνη και επιστήμη
Άκρως ψυχοθεραπευτικό
Να ‘σαι μέσα στην Ομόνοια
Και να ζεις για τον Χριστό
Η προσκόλληση σε Εκείνον
Τον θεράποντα γιατρό
Μας ξεπλέκει από αγχώδεις
Προσκολλήσεις στο λεπτό
Μόνο έτσι όταν ζούμε
Με λαχτάρα στον Χριστό
Όλα αξιοποιούνται
Και δεν θέλουμε γιατρό
Ύψωσε τα χέρια εκείνα
Που βοηθούσαν στις δουλειές
Και με πνεύμα που διψάει
Κάνε λίγες προσευχές
Τότε αποκτούνε χάρη
Και οι πολυμερισμοί
Και με πνεύμα μαθητείας
Διακονείς με την ευχή
Και να, χέρια αγιασμένα
Που ‘φτιαξαν έργα ζωής
Διασπείρουνε τη χάρη
Σε λογής-λογής τομείς
Κοίταξε εικόνες θείες
Όμορφα ψηφιδωτά
Έργα που ‘μειναν στο χρόνο
Και δεν τα ‘φαγε η σκουριά
Είναι λείψανα αρχαίων
Αγιασμένων ασκητών
Η κληρονομιά η θεία
Πολυάριθμων γενεών
Όλα αποκτούν ουσία
Και οι πιο φθηνές δουλειές
Όταν γίνονται με αγάπη
Και με καρδιακές ευχές
Ευχηθείτε, αδελφοί μου
Και για μένα τον μικρό
Να ‘χω αγάπη για τον κόσμο
Και η καρδιά μες στον Χριστό
Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ
Η καλή μας η κοπέλα
Που ‘ναι τόσο γελαστή
Ώρες-ώρες συννεφιάζει
Και θυμίζει μια νεκρή
Η ψυχή έχει τη χάρη
Και γιορτάζει και πηδά
Λάμπει, αστράφτει η μορφή της
Και το πρόσωπο μειδιά
Είναι η φύση μας ωραία
Και οι άνθρωποι καλοί
Όλοι τους με συμπαθούνε
Και η ζωή δώρο βαρύ
Η γλυκύτης της καρδίας
Και η πραότης του Χριστού
Έρχονται να κατοικήσουν
Στην ψυχή του ταπεινού
Ζώντας έτσι η κοπέλα
Με ζωντάνια διακονεί
Όλα μοιάζουνε με χόμπι
Και προσφέρουν ηδονή
Έτσι δύναται να είσαι
Μες στη μαύρη Αφρική
Στις χορτάρινες καλύβες
Για ιεραποστολή
Να μην έχεις τα αναγκαία
Με ελάχιστη τροφή
Και το σπήλαιο να μοιάζει
Με παλάτι βουλευτή
Να λυπάσαι τους εχθρούς σου
Να προσεύχεσαι για αυτούς
Να αλλάζεις κατακοίτους
Να συντρώγεις με λεπρούς
Να η θεία Γαβριηλία
Η ασκήτρια μοναχή
Γιόρταζε μες στις Ινδίες
Μόνη, έρημη, φτωχή
Η αγάπη στους αρρώστους
Και στα ορφανά παιδιά
Νύχτα μέρα την καλούσε
Για να φέρνει τη χαρά
Ξέρει η χάρις του Κυρίου
Να προσφέρει στο λεπτό
Τη γλυκιά παρηγοριά της
Και σε πρόσωπο ψυχρό
Αρκεί όμως η κοπέλα
Που την πνίγουν λογισμοί
Στο συννεφιασμένο τόπο
Να ανάψει ένα κερί
Να στραφεί στην εκκλησία
Να πετάξει λογισμούς
Με τη θύμιση Εκείνου
Που χορταίνει τους πτωχούς
Να ορμά με θεία χάρη
Με ένταση για προσφορά
Όπου ο Κύριος ορίζει
Και ανοίγει τα πτερά
Ευχηθείτε αδελφοί μου
Για τη νέα τη γλυκιά
Να μην μένει στην ομίχλη
Να πετά στα φωτεινά
Με νηστεία και αγρυπνία
Μυστηριακή ζωή
Νιώθεις άνοιξη εντός σου
Και χειμώνας δεν χωρεί
Ενωθείτε ενορίτες
Συνεργάτες μου καλοί
Κι όλοι να ‘μαστε ένα πνεύμα
Μια καρδιά, μια προσευχή
Τότε θα ‘ναι πιο ωραία
Θα πετάνε οι δουλειές
Και η ενοποιός η χάρης
Θα φωλιάζει στις ψυχές
Τα παράπονα, η γκρίνια
Και η πίκρα η γνωστή
Κατατρώγουν τις υπάρξεις
Την ριμάζουν την ψυχή
Γι’ αυτό πάντα να ευλογούμε
Να μην δίνουμε «λαβή»
Στο πανούργο «ταγκαλάκι»
Που δεν λέει να κοιμηθεί
05-07-2003
Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ
Δεν είναι εύκολο αδελφοί μου
Να ‘χεις ποίμνη λογική
Να μπορείς να κατευθύνεις
Του ανθρώπου τη ζωή
Μέσα εις τις ενορίες
Έρχεσαι να δεις συχνά
Πρόσωπα που λαχταράνε
Να βιούν κοινοτικά
Θέλει ο άνθρωπος τη σχέση
Ένα χάδι φιλικό
Να αισθάνεται πως είναι
Πρόσωπο μοναδικό
Και έρχεται ο ιερέας
Ο ποιμένας του Θεού
Να συμβάλλει στην ειρήνη
Του ορθόδοξου λαού
Κάποτε στην ενορία
Σε ένα χώρο φιλικό
Που ‘χε νέους από χρόνια
Θέλησα να ενταχθώ
Με καλούς βοηθούς, στελέχη
Που ‘χαν ζήλο προσφοράς
Μάζεψε η ενορία
Τα παιδιά της ζητιανιάς
Ήσαν όλα οργανωμένα
Με κουσούρια φοβερά
Το τσιγάρο, το ξενύχτι
Τους ριμάζαν την καρδιά
Χτύπαγαν μικρά παιδάκια
Έγραφαν στα ιερά
Πέτρες ξέκοβαν μεγάλες
Θέλανε πολλά λεφτά
Τον καλό γλυκό το λόγο
Και ένα κέρασμα συχνά
Είχαμε τα μόνα όπλα
Που φωτίζανε αυτά
Πήγαμε και περιπάτους
Έγιναν και εκδρομές
Και τα αλβανά παιδάκια
Δεν θυμίζανε το χθες
Στου Κοινούση την έπαυλη
Σε μονές ιστορικές
Γνώρισαν τα ιερά μας
Τις ουράνιες χαρές
Τώρα που ο τόπος μοιάζει
Με κυψέλη παιδική
Τίποτα πια δεν θυμίζει
Την παλιά την εποχή
Πάνε οι σκληρές συγκρούσεις
Οι πολλοί βανδαλισμοί
Τώρα που τους βλέπω σκόρπια
Είναι τόσο ευγενικοί
Γεια σου, πάτερ θα φωνάζουν
Με σπαστά ελληνικά
Μια ανάμνηση αγάπης
Έχουνε μες στην καρδιά
Σήμερα λοιπόν ελάτε
Με τα χέρια καθαρά
Να τεντώσουμε το βλέμμα
Στου ουρανού τα φωτεινά
Να μιλήσουμε σε Εκείνον
Τον θεάνθρωπο Χριστό
Να ακούσει δυο λογάκια
Από εμέ τον ταπεινό
Έλα, Κύριε Θεέ μας
Να ποιμάνεις τον λαό
Του προφήτη μας Ηλία
Που δεν έχει οδηγό
Έλα μέσα στις ψυχές μας
Και ένωσέ μας καρδιακά
Για να ζούμε μες στους άλλους
Δίχως πάθη φοβερά
Έλα δώσε μας ειρήνη
Και χαρά παντοτινή
Για να νιώθουμε ωραία
Κάθε ώρα και στιγμή
Έλα κάνε μας να ζούμε
Δίχως σχέδια πυκνά
Να αφηνόμαστε σε Σένα
Έτσι άδολα, απλά
Έλα δώσε μας το ζήλο
Των μεγάλων ασκητών
Για να νιώθουμε τη χάρη
Στη «ζαλάδα» των δουλειών
Να ΄μαστε αγαπημένοι
Ενορία δυνατή
Μια οικογένεια μεγάλη
Που αγαπάει τη σιωπή
Όλα να διακονούνε
Το όνομά σου το ιερό
Να μην είναι αγγαρεία
Η στροφή προς τον Θεό
Τότε που η σκέψη στρέφει
Με λαχτάρα την ψυχή
Προς τα κάλλη τα αιώνια
Μ’ όλα νιώθουμε ηδονή
Και τις σκάλες να σκουπίζεις
Και να τρίβεις σιδεριές
Και όμως να ‘ναι όλα ωραία
Δεν θυμίζουν φυλακές
Ευχηθείτε ενορίτες
Ευλαβείς χριστιανοί
Την ενότητα να ζούμε
Που ‘ρχεται την Πεντηκοστή
ΤΑ ΝΕΥΡΑ
Είναι προνόμιο σπουδαίο
Να έχεις νεύρο στην ψυχή
Για να κρατιέται αυτή ολόρθια
Και να μην είναι πλαδαρή
Το νου μου νεύρωσον Χριστέ μου
Λέμε σε μια προσευχή
Για να μην πέφτει στη σαπίλα
Και προσκολλάται εδώ στη γη
Η καλλιέργεια της μνήμης
Με την μελέτη των γραφών
Δίνει τροφή μες στην καρδιά μας
Γεμίζει τον έσω εαυτόν
Θεοφιλώς αξιοποιείτε
Τις δυνάμεις της ψυχής
Και μην ξοδεύετε τα νεύρα
Σε πράξεις άνανδρες, οργής
Πληγώνετε τον αδελφό σας
Φωνάζετε υστερικά
Και αχρηστεύετε δυνάμεις
Που λειτουργούν σε σας βαθιά
Όλο το νεύρο και τον πόθο
Τη λαχτάρα του νοός
Δώστε τα με ευγνωμοσύνη
Εκεί που θέλει ο Χριστός
Για να βρεθείτε αδελφοί μου
Μέσα στη θεία χαρμονή
Χρειάζεται να εργασθείτε
Επιμελώς στην προσευχή
17-10-2003
Οδεύοντας στο Άγιο Όρος
ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ
Το Άγιο Όρος το ποτίζει
Μια χάρις αέναη, βαθιά
Που μεταφέρει την ψυχή σου
Σε τόπους δίχως σκοτεινιά
Γεμάτος άγχος και δεσμεύσεις
Με το πλοιάρι της γραμμής
Την Ουρανούπολη αφήνεις
Και εις τη Δάφνη θα βρεθείς
Η ηρεμία του τοπίου
Τα κτίσματα τα ιερά
Τα αγιασμένα χώματά του
Ευφραίνουν όντως την καρδιά
Νιώθεις να είσαι σε άλλο κόσμο
Στου παραδείσου τις μονές
Όλα κυλούν με ησυχία
Δεν θα ακούς εκεί φωνές
Το φωτεινό καθάριο βλέμμα
Των αγνισμένων μοναχών
Λες και προβάλλει απ’ τους τοίχους
Αγιογραφίες ζωντανών
Η ευωδία των λειψάνων
Οι διδαχές οι ταπεινές
Και οι γλυκές οι ψαλμωδίες
Αγρυπνίες συνθέτουν ιερές
Τα διακονήματα ποικίλα
Λειτουργούν ανθρώπους ιερούς
Νιώθεις να γίνονται και ‘κείνα
Με ύμνους αθόρυβους, τερπνούς
Το αποκαλούν και περιβόλι
Της Μάνας μας, της Παναγιάς
Παντού δεσπόζει η μορφή της
Με τις εικόνες της μιλάς
Και έχει αγνότητα ο τόπος
Αγάπη πλούσια, θερμή
Που αρωματίζει τη ζωή μας
Μια όντως θεία διαμονή
Παιδιά που νιώθουν να χτυπιούνται
Απ’ τη φρικτή τη μοναξιά
Έρχονται στο Όρος για να βρούνε
Λόγο, παρέα, συντροφιά
Και θεραπεύονται τα νειάτα
Ξεφεύγουν τα ναρκωτικά
Εις τη Μονή του Γρηγορίου
Βρίσκουν πολλά τη γιατρειά
Σε αυτόν τον τόπο που ανασταίνει
Πληγωμένες, τσακισμένες ψυχές
Το πετραχήλι του ιερέα
Σβήνει αμαρτίες παλαιές
Μέσα στις φλόγες της αγάπης
Της προσευχής της νοεράς
Νιώθεις να ζουν οι αγιορείτες
Παιδιά εκλεκτά της Παναγιάς
Χιλιόχρονη πορεία δόξης
Πνευματική κληρονομιά
Μια μαρτυρία ορθοδοξίας
Για τη δική μας γενεά
Είναι η χώρα των αμώμων
Των καθαρών, των ακραιφνών
Αυτών που ζούνε με λαχτάρα
Το θείο πόθο στον Χριστό
Είναι μνημείο ορθοδοξίας
Που ενώνει όλους τους πιστούς
Αφού εκεί θα βρεις να ζούνε
Άνθρωποι απ’ όλους τους λαούς
Μόνο η πίστη στον Χριστό μας
Ενώνει όντας τους πιστούς
Καθώς αυτό θα δεις να υπάρχει
Στους αγιορείτες μοναχούς
Ας ευχηθούμε αδελφοί μου
Στα παλικάρια του Χριστού
Να έχουν πάντοτε τη χάρη
Για να γλυκαίνουν τους λαούς
Στα Αγιορείτικα κονάκια
Στις σκήτες και εις τις Μονές
Νυχθημερόν σαν λάβα βγαίνουν
Κραυγές καθάριες, ζωηρές
Ας έχει δόξα ο Χριστός μας
Και η γλυκιά μας Παναγιά
Που στη σκληρή την εποχή μας
Υπάρχουν λιμάνια σωστικά
Στο Αγ. Όρος θα πηγαίνουν
Με ευλάβεια προσκυνητές
Για να ρουφούν νέκταρ που λιώνει
Τους πάγους από τις ψυχές
Δεν θα μπορούσα να μην γράψω
Τα λόγια τούτα τα απλά
Καθώς μια μέρα εις το Όρος
Μας έδωσε τόσα πολλά
Με τους πιστούς της ενορίας
Τέσσερις είδαμε μονές
Και προσκυνήσαμε με πόθο
Εικόνες όντως θαυμαστές
Το τίμιο ξύλο του Χριστού
Με το σημάδι απ’ το καρφί
Μας έκαναν να αισθανθούμε
Πως δεν πατάμε εδώ στη γη
Είθε, αδελφοί μου αγαπημένοι
Τέτοιες να κάνουμε εκδρομές
Για να τονώνεται η ζωή μας
Που έχει μέριμνες πολλές
18-10-2003
Επιστρέφοντας από το Άγ. Όρος
ΕΦΘΑΣΕ
Ζούσε ένας νέος
Κάποτε στη γη
Όπου ήθελε να μοιάζει
Στον Θείο Λυτρωτή
Είχε ευαισθησία
Και αγάπη στην καρδιά
Ποτέ δεν προκαλούσε
Καβγάδες με παιδιά
Όταν τον αδικούσαν
Δεν ύψωσε φωνή
Κρυβόταν σε μιαν άκρη
Και έκανε προσευχή
Δεν γνώριζε η καρδιά του
Το μίσος, την οργή
Όλους τους συμπαθούσε
Τους έκλεινε εκεί
Θυμάμαι κάποια μέρα
Του τρίψανε το αυγό
Επάνω στο κανταΐφι
Το ωραίο το γλυκό
Παιδάκια γυμνασίου
Στον φίλο φοιτητή
Που φρόντιζε με κέφι
Την κάθε μια ψυχή
Θα σκύψει το κεφάλι
Το δάκρυ του πολύ
Αρχίζει να μασάει
Μα ο άτακτος πονεί
Πετιέται απ’ το τραπέζι
Στο θάλαμο ξεσπά
Οι τύψεις τον ελέγχουν
Για εκείνον που αγαπά
Και έγινε ζωηρούλης
Το πιο καλό παιδί
Ύστερα από την πράξη
Εκείνη στο φαΐ
Η θεία καλοσύνη
Του ωραίου φοιτητή
Μαλάκωσε αμέσως
Μια άγρια ψυχή
Τα χρόνια θα κυλήσουν
Ήσυχα και αγνά
Και ο νέος ήρωάς μας
Σκορπά παντού χαρά
Δεν θέλει τη μιζέρια
Και την κακομοιριά
Ταπείνωση και χάρη
Ποθεί να βρει ξανά
Υπάκουος σε όλα
Σε όλους, στα μικρά
Γίνεται διακονιάρης
Να σώσει τα παιδιά
Μια φλόγα σιγοκαίει
Μέσα στα σωθικά
Πάσχει για κάθε πλάσμα
Που ζει στα σκοτεινά
Δεν ικανοποιεί καθόλου
Ορέξεις σαρκικές
Φροντίζει να φωτίζει
Ταλαίπωρες ψυχές
Τις ώρες θυσιάζει
Για κάθε αδελφό
Που δεν έχει παρέα
Ούτε και λυτρωμό
Στο σπίτι του πηγαίνει
Μόνο να κοιμηθεί
Προσεύχεται με δέος
Όπου και αν σταθεί
Όποιος και αν πλησιάσει
Με πόνο τα παιδιά
Τότε θα καταλάβει
Το χρέος του για αυτά
Κάθε ένα κουβαλάει
Κάποιο βαρύ σταυρό
Για αυτό μην ξεγελιέσαι
Μην κρίνεις νεαρό
Φοράει σκουλαρίκια
Βραχιόλια, χαϊμαλιά
Όμως μέσα του νιώθει
Συχνά μια μοναξιά
Άπλωσε τις παλάμες
Δώσε λίγο δροσιά
Με απλότητα και αγάπη
Ζέστανε τα παιδιά
Αυτά θα καταλάβουν
Είναι έξυπνα πολύ
Όταν νιώσουν ωραία
Σε ακούνε στη στιγμή
Έτσι λοιπόν ο νέος
Ο άξιος φοιτητής
Κέρδισε πολύ κόσμο
Δίχως να κουρασθεί
Τα όπλα του συνέχεια
Αγάπη, προσευχή
Λεπτότητα και χάρη
Και λόγια με πνοή
Πάψε λοιπόν καλέ μου
Τις πέτρες να πετάς
Σε όποιον συναντήσεις
Και μην κατηγοράς
Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Αγάπησα στα νειάτα μου
Στον ζωντανό Χριστό
Που πόνεσε πολύ για μας
Επάνω στο Σταυρό
Τα θέλγητρα τα κοσμικά
Μου φέρναν αθυμία
Ποθούσε η καρδούλα μου
Τη Θεία Κοινωνία
Στον τάραχο των ηδονών
Που φέρνουν πάντα πίκρα
Προτίμησα σαν λογικός
Της προσευχής τη γλύκα
Η ειρήνη στην βαθειά ψυχή
Και η χαρά η θεία
Είναι δώρα αιώνια
Μέσα στην κοινωνία
Είδα παιδιά που είχανε
Τα πάντα στη ζωή τους
Σπίτι, λεφτά και μόρφωση
Και αίγλη στη μορφή τους
Μα κάτι έλειπε σ’ αυτά
Δεν είχαν ησυχία
Συχνά φωνάζαν νευρικά
Και τα ‘πιανε ανία
Τα ‘βλεπες να γυρίζουνε
Στους δρόμους όλη μέρα
Και να περνούν την ώρα τους
Με έναν καφέ παρέα
Είδα να συναθροίζονται
Να κάνουνε ομάδα
Και να «χτυπούν» μανιωδώς
Την ένδοξη Ελλάδα
Πλησίασα και ρώτησα:
«γιατί καλέ χτυπάτε»
θέλουμε να ξεσπάσουμε
φύγετε, δεν μας πάτε
Βλέπετε πως το άϋλο
Βάθος του έσω ανθρώπου
Θέλει τροφή πνευματική
Μια ζεστασιά προσώπου
Αγάπη θεία και καυτή
Που φέρνει ηρεμία
Και που φορτώνει την καρδιά
Μ’ ουράνια ευλογία
Ειδάλλως η ψυχούλα μας
Με πείνα αιμοβόρου
Θα ψάχνει ατελείωτη
Για λεία, άνευ όρου
Είπε λοιπόν ο γέροντας
Ο Άγιος πατέρας
Πως τα άψυχα δεν φέρνουνε
Κάτι σπουδαίο εις πέρας
Μόνο η χάρις του Θεού
Ανάπαυλα θα φέρει
Στην αγωνιώδη μέριμνα
Σε πάει σ’ άγια μέρη
Και τότε κι η υγρή σπηλιά
Και το πτωχό καλύβι
Είναι για Σε βασίλειο
Και γίνεται στολίδι
Και μέσα εκεί αισθάνεσαι
Να γίνεσαι αιώνιος
Παραδεισένιους γλυκασμούς
Και σταματά ο χρόνος
Και βλέπεις πάντα προς τα εκεί
Ανθρώπους τεθλιμμένους
Που οι σπουδαίες βίλες τους
Ποτέ δεν τους χορταίνουν
Γι’ αυτό και εσύ αγάπησε
Τα θεία μεγαλεία
Που σε χορταίνουνε βαθιά
Και δεν διψάς για βία
Και ανάπνευσε παντού
Και πάντα στη ζωή σου
Έστω και αν είσαι άρρωστος
Και πάσχει το κορμί σου
Αυτά που γράφω φίλοι μου
Δεν είναι θεωρία
Είδα ανθρώπους ασκητές
Που είχαν μεγαλεία
Πηγαίνουν πάμπολλοι σ΄ αυτούς
Που ζούσαν μες στα πλούτη
Με ζαρωμένη ύπαρξη
Και πρόσωπο «φαφούτη»
Και αυτοί οι πάμπτωχοι ασκητές
Που ζούσαν την αγάπη
Τους έκαναν να λάμπουνε
Τους διώχνανε τη λάσπη
Τους δίναν ώθηση γερή
Πτερά για να ανεβούνε
Μ’ ανάλαφρο καθάριο νου
Εκεί που δεν πονούνε
Στου Σταυρωθέντος τις Μονές
Στου ουρανού τα κάλλη
Που περιμένουν τις ψυχές
Με προσμονή μεγάλη
Αρναία Χαλκιδικής
21-02-2001
Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
Κάποτε στο Μανχάταν
Κατέρρευσαν οι πύργοι
Και χάθηκαν υπάρξεις
Δεν ήσαν και ολίγοι
Αν είναι όμως γραμμένο
Να ζήσει μια ψυχή
Και ο ουρανός αν πέσει
Θα μείνει ζωντανή
Ήταν στη Χιροσίμα
Πριν χρόνους αρκετούς
Καλόγρια που ευχόταν
Με ανεσταγμούς
Τότε συνέβη εκείνο
Το τόσο φοβερό
Που έβαλε στο τάφο
Πολυπληθή λαό
Μια βόμβα μεγατόνων
Τη λένε ατομική
Έσπειρε πανταχόθεν
Τη φρίκη στη στιγμή
Μα εκείνη δεν ησθάνθη
Αλλοίωση καμιά
Καθώς αναλυόταν
Σε διάφορα πολλά
Μόνο μετά από λίγο
Βλέπει στη γύρω γη
Να είναι όλα θαμμένα
Να χουν καταστραφεί
Θυμάμαι τώρα μόλις
Και κάτι τρομερό
Που ‘γινε στον αέρα
Στο «falkon» το γνωστό
Ήταν το αεροπλάνο
Που ‘πεσε στο κενό
Κι έφερε σε ανθρώπους
Θάνατο φοβερό
Μα μια ψυχή ωραία
Που ήταν συνοδός
Γλίτωσε από θαύμα
Το ‘θελε ο Θεός
Πριν γίνει το μοιραίο
Έστέκετο εκεί
Που ήσαν όλοι εκείνοι
Που αφήσαν την πνοή
Όμως κάτι της είπε
Να πάει πιο μπροστά
Μέσα εις τους πιλότους
Που ήταν πιο στενά
Εκεί την βρήκε η πτώση
Η τόσο φοβερή
Που έσπειρε τη φρίκη
Και την καταστροφή
Το στένεμα του χώρου
Την κράτησε σφιχτά
Και έτσι δεν την ευρήκε
Καμία συμφορά
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ
Ήταν τρυφερό λουλούδι
Πάνσεμνο και ευωδιαστό
Η μικρή μας η κοπέλα
Ένα άνθος στο δρυμό
Βιάστηκε όμως να ανθίσει
Πριν ανοίξει ο καιρός
Πριν φανούν τα χελιδόνια
Και γλυκάνει ο ουρανός
Έτσι οι σκληροί βοριάδες
Άνεμοι ορμητικοί
Χτύπησαν το μπουμπουκάκι
Πλήγωσαν αυτό πολύ
Ο καλός μας ο Θεούλης
Φώτισε έναν γεωργό
Να περάσει απ’ τον τόπο
Και να γιάνει το βλαστό
Με απαλές, λεπτές κινήσεις
Μεταφέρει το φυτό
Και το θέτει σε ένα κτήμα
Φωτεινό και καθαρό
Συνεχώς έχει το νου του
Το φροντίζει με στοργή
Το ποτίζει, το λιπαίνει
Το σκεπάζει στη βροχή
Το μικρό μας το λουλούδι
Η κορούλα η καλή
Άρχισε να ευωδιάζει
Να ομορφαίνει την αυλή
Με την προσευχή τη θεία
Που ανοίγει την καρδιά
Έμαθε να διοχετεύει
Τα αισθήματα τα αγνά
Τα άπλωσε εις τους ανθρώπους
Στα παιδιά της γειτονιάς
Στους μεγάλους, στους παππούδες
Που δεν έχουν συντροφιά
Και έτσι άλλαξε η ζωή της
Νιώθει χάρη θεϊκή
Πως δεν είναι ένα σκουπίδι
Είναι χρήσιμη στη γη
Και όταν έρθει εκείνη η ώρα
Που θα ανοίξει σπιτικό
Θα μπορεί να φέρει εις πέρας
Το μεγάλο το σταυρό
Θα έχει ωριμάσει πλήρως
Και θα δύναται αυτή
Με τα τόσα αισθήματά της
Πάντα να δημιουργεί
Να γλυκαίνει τα παιδιά της
Και το ταίρι στη ζωή
Αλλά και τον άλλο κόσμο
Που δεν έχει μια στοργή
Έτσι δεν θα νιώσει μόνη
Έρημη και ορφανή
Έστω κι αν για κάποιους λόγους
Χάσει κάτι που εκτιμεί
Θα έχει αγάπη ζωογόνα
Που σε κάνει ζωντανό
Που σε σπρώχνει σε θυσίες
Έξυπνο, εφευρετικό
Μην στενεύεις την αγάπη
Σε ένα δέντρο αδελφέ
Είναι όμορφο το δάσος
Και δεν χάνεται ποτέ
Ναι, θα χαίρεσαι το δέντρο
Όχι όμως μόνο αυτό
Γιατί άμα καταρρεύσει
Θα ‘χεις πάντα τον καημό
Η αγάπη του Χριστού μας
Αγκαλιάζει όλη τη γη
Κι όποιος θέλει να την έχει
Δεν θα χάσει στη ζωή
Δεν νιώσει ποτέ μόνος
Όλοι να τον εκτιμούν
Θα θελήσουν τη στοργή του
Και βαθιά θα αναπαυθούν
Εύχομαι στο λουλουδάκι
Απ’ τα βάθη της ψυχής
Πάντοτε να ευωδιάζει
Στους διαβάτες της ζωής
09-06-2004
Η ΑΝΤΖΕΛΑ
Η Άντζελα η γελαστή
Με το ξανθό μακρύ μαλλί
Έχει για ταίρι στη ζωή
Τον Άθα της το συμπαθή
Έχει σβελτάδα τρομερή
Τα πάντα κάνει στη στιγμή
Πλένει, σκουπίζει, σιγυρεί
Το σπίτι λάμπει το πρωί
Η ευγένειά της συγκινεί
Το sorry εύκολα θα πει
Όταν νομίζει πως αυτή
Αυτό που είπε προκαλεί
Είναι η καρδιά της τρυφερή
Ευαίσθητη και ντροπαλή
Σαν το λουλούδι το απαλό
Μαραίνεται στον τσακωμό
Έχει θεμέλιο γερό
Τον χαρακτήρα τον καλό
Που με ευκολία αρκετή
Πλάθεται στην αρετή
Θα ‘ταν μεγάλη μου χαρά
Να βλέπει τούτη την καρδιά
Να πάλλεται για τον Χριστό
Που αγάπησε τον κόσμο αυτό
Τότε θα νιώσει η ξαδέλφη
Τι ομορφιά που ‘χει η ζωή
Έστω κι αν έξω, κάτω στη γη
Πόλεμοι ακούγονται πολλοί
Με τον Χριστό για οδηγό
Θα φωτιστεί μες στο μυαλό
Και με τον άνδρα της μαζί
Θα ανέβει εις την κορυφή
Πόνοι και θλίψεις και καημοί
Δεν θα σοκάρουνε αυτή
Έχει για φίλο προσευχή
Που τα πετάει στη στιγμή
Ο πονεμένος μας Θεός
Σταύρωση υπέμεινε αυτός
Και πήρε στα χέρια τα ανοιχτά
Κάθε βασανισμένου την καρδιά
Το θάνατο Αυτός νικά
Για να ανεβάσει εκεί ψηλά
Στην παραδείσια ομορφιά
Τα σταυρωμένα του παιδιά
Βγαίνει απ’ τον τάφο νικητής
Ουράνιος θριαμβευτής
Για να ανεβάσει εκεί ψηλά
Τα σταυρωμένα του παιδιά
Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Λέγει ο χρυσός στο μάρμαρο
Ποιος ήλιος λάμπει σαν και με
Ποιο φως έχει το φως μου
Εγώ τον κόσμο κυβερνώ
Την ευτυχία φέρνω
Εγώ ακονίζω του φονιά
Το δίκοπο μαχαίρι
Εγώ οδηγώ στα σκοτεινά
Του κλέφτη μου το χέρι
Εγώ τις άσχημες τις ομορφαίνω
Εγώ αγοράζω την τιμή και την πουλώ στο δρόμο
Εγώ νικώ την αρετή, καταπατώ το νόμο
Θρόνους γκρεμίζω από ‘δω
Θρόνους εκεί στηλώνω
Και συ τι κάνεις μάρμαρο
Και τ’ απαντά εκείνο
Και ‘γω σε τάφο σκοτεινό
Τη δύναμή σου κλείνω
Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Ο κόσμος πόνεσε πολύ
Εγύρισε παντού στη γη
Μα δεν ευρήκε τη χαρά
Που του ‘φευγε από μπροστά
Γέλια ακούγονται τρελά
Νεύρα ταράζουν την καρδιά
Χέρια χτυπούν σπασμωδικά
Θέλουν να σπάσουν τα δεσμά
Θυμάμαι ένα βραδινό
Που ήμουν στον θείο τον καλό
Τον κύριο με τη βαριά φωνή
Που επαινούσε την κλοπή
Τα λόγια ξέφτισαν εκεί
Που κουρελιάστηκε η ψυχή
Είπαν πολλά για τα σκυλιά
Για την μεγάλη τους κοιλιά
Άνθρωποι κούφιοι και ρηχοί
Που παλαντζάρουν στη ζωή
Δεν θέλουν να ξέρουν πως αυτοί
Μπορούν να φτάσουν στην κορυφή
Τους δίνεις δώρα φωτεινά
Φάρμακα που λύνουν τα δεσμά
Που φτερουγίζουν την ψυχή
Σε χώρους με άρρητη ηδονή
Κι όμως κλείνονται σε αυτά
Που καταλήγουν στη φθορά
Η μικρή πτωχή καρδιά
Του χριστιανού πόσο πονά
Οι άγιοι από ψηλά
Προσεύχονται παντοτινά
Είναι η αγάπη τους βαθιά
Δεν θέλουν να μας εύρη η φωτιά
Νηστεία, πίστη, προσευχή,
Ταπείνωση και υπομονή
Απόκτησε άνθρωπε εσύ
Που επιθυμείς την αρετή
Και τότε γαλήνεψε η καρδιά
Εγέμισες με μια χαρά
Που θέλεις να ζεις παντοτινά
Ακόμα και σε μια σπηλιά
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
Ο έρωτας σπρώχνει με ορμή
Τον νέο προς τη νεαρή
Και ζωντανεύει το παιδί
Που πρώτα φοβόταν τη βροχή
Έρωτα αδιάκοπο, ζεστό
Έχει ο πιστός για τον Χριστό
Που πόνεσε για μας στη γη
Για να μας σώσει την ψυχή
Πλαταίνει έτσι η καρδιά
Γεμίζει μ’ αγάπη θεϊκιά
Και έτσι ανόθευτη αυτή
Θα αγκαλιάσει όλη τη γη
Εχθροί και φίλοι για αυτή
Είναι αδελφοί αληθινοί
Έχουν αθάνατη ψυχή
Που θέλει ένα φως για να χαρεί
Χτυπά ο άνεμος συχνά
Αυτή την καθαρή καρδιά
Μα άδειασε από τη βρωμιά
Που την βαστούσε χαμηλά
Τα καρποφόρα δένδρα στην αυλή
Έχουν τις ρίζες τους στη γη
Μα τίποτα δεν τα κουνά
Προσφέρουν τα φρούτα τους συχνά
Σιωπηλά και ταπεινά
Με τον Χριστό να κυβερνά
Ρίζες απλώνει κι η ψυχή
Καρπούς πολλούς ευδοκιμεί
Και τα χτυπήματα πολλά
Μοιάζουν με χάδια πατρικά
Που μαλακώνουν την καρδιά
Που καθαρίζουν τη σκουριά
Το άχρηστο σίδερο μες στη φωτιά
Πλάθεται από το σιδερά
Και ο χρυσός στην πυρκαγιά
Αστράφτει πέρα μακριά
Και οι θλίψεις μέσα στη ζωή
Δεν λαμπικάρουν την ψυχή
Υπάρχει μεγαλύτερη χαρά
Ανέβα εις τον Γολγοθά
Το κάρφωμα εις τον Σταυρό
Για τον γλυκό μας τον Χριστό
Ήταν μια πράξη θλιβερή
Συνάμα και λυτρωτική
Ανάσταση και Πασχαλιά
Θα περιμένει εκεί ψηλά
Όποιον εσταύρωσε καλά
Τα πάθη του τα βρωμερά
Παρακαλέστε τον Χριστό
Να αισθανθούμε ζωντανό
Το πρόσωπό του το γλυκό
Να μας ζεστάνει το κενό
ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ
Τα δένδρα ανθίζουν στην αυλή
Και ομορφαίνουν τη ζωή
Μα η καρδιά μας η πτωχή
Μαραίνεται και δεν πενθεί
Θέλει να ζήσει φωτεινά
Σαν το πουλί εις τα βουνά
Που αγναντεύει από ψηλά
Κάμπους, λαγκάδια και χωριά
Χρόνους πολλούς ψάχνει να βρει
Κάτι γερό για να πιαστεί
Τα πάθη της τα βρωμερά
Σπάνε, τι κρίμα, τα φτερά
Μα έμαθε για μια ψυχή
Που ζει ψηλά στην κορυφή
Σε μια παράγκα πτωχική
Σαν ασκητής στη σιωπή
Γοργά ανεβαίνουμε εκεί
Στου Ωρωπού την περιοχή
Έχουμε ακούσει πως πολλοί
Γιατρεύτηκαν απ’ την πληγή
Το πρόσωπό του πορφυρί
Λάμπει και μοιάζει με παιδί
Που έλαβε απ’ τη μαμή
Δώρο αξέχαστο, βαρύ
Χάρη αδιάκοπα σκορπά
Τον συναντούμε πρώτη φορά
Μα ξέρει για μας τόσα πολλά
Άγιο βλέπω, τι χαρά
Τα μαραμένα τα κλαδιά
Βγάζει με τρόπο απ’ την καρδιά
Και με λογάκια δροσερά
Ποτίζει αυτή που τόσο διψά
Τα θαύματά του είναι πολλά
Βλέπει αετίσια μακριά
Δεν τον εμποδίζει το κελί
Να φτάσει και στην Αφρική
Η αγάπη του για τον Χριστό
Τον έκανε μικρό Θεό
Και έτσι απόκτησε στη γη
Αγγελική περιβολή
Τον Λάκη τον θαλασσινό
Τον καλοκάγαθο τον νιο
Τον ευλογεί στην κεφαλή
Και του γεμίζει την ψυχή
Η Ανδρονίκη η πιστή
Με αμάξι παλιό κυκλοφορεί
Σε μια απότομη στροφή
Κατρακυλά και θα χαθεί
Τον γέροντα έντρομη καλεί
Και την ακούει στη στιγμή
Το αμάξι κόλλησε στη γη
Πριν στο κενό να βουτηχθεί
Την άλλη μέρα με στοργή
Τα πόδια του γέροντα φιλεί
Μα πριν προλάβει να του πει
Της μίλησε για τη σκηνή
Πρόσεχε, παιδί μου, στη στροφή
Σ’ άκουσα και έτρεξα εκεί
Είναι για μας η προσευχή
Μεγάλο όπλο στη στιγμή
Το κλάμα έτρεχε βροχή
Δώσε μας γέροντα ασκητή
Λιγάκι χάρη θεϊκή
Και τότε γιορτή παντοτινή
Θα ‘χει η ψυχή όπου βρεθεί
Η Μανουέλα η μικρή
Ήθελε Σάμο να βρεθεί
Μα ο γέροντας την προκαλεί
Στάσου μην κάνεις την αρχή
Και είχε δίκιο ο σοφός
Ο ασπρογένης μοναχός
Αν πήγαινε εις το νησί
Νέο θα της δίναν στη στιγμή
Ο πατερούλης ο γλυκός
Να σβήνει αισθάνεται αυτός
Φόβος τον πιάνει στη στιγμή
Τον γέροντα εκλιπαρεί
Είναι παιδί μου νευρικό
Να μην φωνάξεις τον γιατρό
Χαλάρωσε μες στην καρδιά
Αν θες η υγεία να νικά
Είχε καιρό να αισθανθεί
Την πάθηση τη σχετική
Τρέχει στον γέροντα να πει
Γιατρεύτηκα απ’ την πληγή
Ο χαριτόβρυτος σκυφτός
Σαν άγιος διορατικός
Του κόβει την άμετρη ηδονή
Του συνιστά υπομονή
Ο χρόνος έδειξε καλά
Την πρόγνωσή του την πλατιά
Πάλι ο Κανέλλος σαν φλουρί
Εγίνηκε και δεν μπορεί
Η θεία μου η Φωτεινή
Έρχεται από χώρα μακρινή
Με τον Απόστολο μαζί
Και την ξαδέλφη την ψιλή
Μιλήσαν ώρα αρκετή
Στου ερημίτη το κελί
Και με ευλάβεια πολύ
Κλαίγοντας φύγαν από ‘κει
Του Σταύρου είδε την ψυχή
Που μίλια απείχε από εκεί
Είναι το πιο ζωηρό παιδί
Μα και ευαίσθητος πολύ
Της Δεσποινούλας τα μαλλιά
Πέσανε τόσο ξαφνικά
Με μια ψιλή, γλυκιά φωνή
Της δίνει θάρρος μην πονεί
Οι κορτιζόνες βρε παιδί
Σου καταστρέψαν το μαλλί
Κι είναι οι γιατροί πολύ μικροί
Για να σου γιάνουν την κεφαλή
Γίνε αν θέλεις χριστιανή
Πραγματική και ζωντανή
Με μετοχή την Κυριακή
Στην Κοινωνία τη θεϊκή
Και τότε πουλάκι μου γλυκό
Σαν το λουλούδι τ’ ανοιχτό
Το δώρο πρόσμενε εσύ
Που θα ‘ρθει μια μέρα να σε βρει
Η δυνατή η Φωτεινή
Πάσχει με το θυροειδή
Προτού στον γέροντα το πει
Εκείνος το γνωστοποιεί
Ο Άγγελος από παιδί
Έχει αλλεργία ρινική
Το φτέρνισμα δεν σταματεί
Όταν θα αρχίσει το πρωί
Τα κρεατάκια αφαιρεί
Παίρνει και κορτικοειδή
Ακόμα και η ομοιοπαθητική
Την πάθηση δεν συγκρατεί
Είναι ελπίδα τελική
Η συμβουλή του ασκητή
Αν πας παιδί μου σε γιατρό
Κορτιζόνες θα λάβεις στο λεπτό
Η αλλεργία σου αυτή
Που σου ταράζει την ψυχή
Σίγουρα θα εξαλειφθεί
Μια μέρα από άγιο στη γη
Της Λύβας πέθανε καλά
Ο πατερούλης μια βραδιά
Με θλίψη εκείνη στην καρδιά
Του γέροντα τηλεφωνά
Προτού στο στόμα της του πει
Όλη τη θλιβερή αυτή σκηνή
Θάρρος της δίνει μην πονεί
Όλα τα είδε απ’ το κελί
Τα λόγια πέφτουνε απαλά
Στην ταραγμένη του κυρά
Άγγελοι έφτασαν εκεί
Για να ανεβάσουν την ψυχή
Η Γεωργία η Κρητικιά
Για το κελάκι του τραβά
Την ξεμολόγηση αρχινά
Και την ακούει στοργικά
Τα κρίματά της αριθμεί
Και σταματά να του μιλεί
Οπότε ο γέροντας σιγά
Της αναφέρει όσα ξεχνά
Σε λίγο το χέρι της κρατεί
Μα ξάφνου η όψη του χλωμή
Τη γέρική του κεφαλή
Πιάνει και λέει σε αυτή
Τα νεύρα έχεις στη ψύχη
Που σου χάλανε τη ζωή
Τον άνδρα σου τον ταξιτζή
Τον σακατεύουν και πονεί
Το βλέμμα σου το φωτεινό
Μετά το διάλογο αυτό
Πέφτει με χάρη παιδική
Στον άνδρα που έστεκε πιο ‘κει
Να αγαπάς όμως και ‘συ
Την κυρά σου την καλή
Και όταν εκείνη ταραχθεί
Χάιδευέ τη σαν το γατί
Ο άνθρωπος ο ναυτικός
Θαλασσοδέρνεται και αυτός
Στην Κυπρού τα άγρια νερά
Μέσα στο πλοίο μια βραδιά
Πέφτει στα γόνατα σκυφτός
Τον γέροντα καλεί αυτός
Και η καμπίνα η μικρή
Ακούει ολόθερμη ευχή
Κείνη την ώρα που θρηνεί
Μέσα σ’ αμάξι αντηχεί
Του Πορφυρίου η φωνή
Κάπου κοντά στην Αττική
Τι κι αν χιλιόμετρα από ‘κει
Του γέροντά του η μορφή
Σταθείτε όλη προσοχή
Να κάνουμε μια προσευχή
Βόηθα Χριστέ και Παναγιά
Τον ναύτη που αγωνιά
Φέρε τη θάλασσα ξανά
Στην πρότερή της σιγαλιά
Τα λόγια φτάσανε γοργά
Σ’ αυτούς που τόσο αγαπά
Παντού ειρήνη στη στιγμή
Εκόπασε η ταραχή
Και σαν εγύρισε αυτός
Ο φίλος ο θαλασσινός
Απ’ τα ταξίδια τα μακρά
Στον γέροντά του τριγυρνά
Για πάντα εσένα έχω φρουρό
Προστάτη μου και βοηθό
Φωτοβολείς σαν αστραπή
Τι χάρη που έχεις θεϊκή;
Της Μανουέλας το παιδί
Από ουρολοίμωξη πονεί
Και η καημενούλα αδελφή
Στο γέροντά μας θα το πει
Με μελιστάλακτη φωνή
Εκείνος δίνει συμβουλή
Στο γιατρό καθηγητή
Κάνε το βράδυ υπακοή
Ο ουρολόγος ο γνωστός
Τηλεφώνο δέχεται αυτός
Από τον άγιο ασκητή
Για την υπόθεση αυτή
Μια κοπέλα μου γνωστή
Θα ‘ρθει απόψε να σε δει
Κάνε λιγάκι υπομονή
Να την δεχτείς γιατί πονεί
Στο Κολωνάκι μια και δυο
Με τον Χρηστάκη τον μικρό
Φτάνει η αδελφή μου βιαστικά
Και τον γιατρό της συναντά
Με μια εξέταση καλή
Τη θεραπεία συνιστεί
Καθαριότητα πολύ
Και αντιβίωση γερή
Όμως δεν άκουσε αυτή
Τούτη τη γνήσια συνταγή
Και έκανε άλλου συμβουλή
Γιατρού γνωστού που συμπαθεί
Το αποτέλεσμα βαρύ
Για τον Χρηστάκη που ασθενεί
Η αρρώστια όρμησε ξανά
Και ο πυρετός τον εχτυπά
Τότε αναγκάστηκε αυτή
Στον πρώτο γιατρό να υποταχθεί
Και άλλη φορά στον ασκητή
Δεν ξανακάνει ανυπακοή
Χειμώνας έμπαινε ξανά
Και άπλωνε ολόψυχρα φτερά
Μα ο γέροντάς μας αγρυπνά
Στου Ωρωπού τα βουνά
Σε μια παράγκα πτωχική
Με «ελενίτ» στην κορυφή
Δέχεται όλους με στοργή
Για πάντα στη μνήμη μας θα ζει
ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΟΠΟ
Η ΘΕΙΑ ΑΝΑΠΑΥΣΗ
Ο χριστιανός εις το κελί
Ώρες πολλές παρακαλεί
Για να δαμάσει την ορμή
Που τον βουτά μες στο πουρί
Τα δάκρυά του είναι ζεστά
Μα θα νεκρώσουν τα θεριά
Τα πάθη του τα βρωμερά
Που σακατεύουν την καρδιά
Το κομποσχοίνι να κρατεί
Και η θερμή του προσευχή
Του κατακαίει στην ψυχή
Ό,τι κακό μπορεί να βρει
Και τότε ζει σ΄ αυτή τη γη
Παραδεισένια ηδονή
Ο βασιλιάς του προχωρεί
Και μέσα του θα θρονιαστεί
Μακάριος ο χριστιανός
Που σαν γενναίος στρατηγός
Την φαντασία την τρελή
Την «ντουφεκά» με την ευχή
Εικόνες, σκέψεις, παρελθόν
Θα κοντρολάρονται απ’ αυτόν
Για να προσφέρει στον Χριστό
Το νου τελείως φωτεινό
Και τότε σίγουρα και αυτός
Θα δει με θάμβος ιερό
Το θείο φως το δροσερό
Να διώχνει τον παλιό καημό
ΨΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΗ ΗΔΟΝΗ
Είναι αχόρταγη η ζωή
Όταν πασκίζεις με ορμή
Να την γεμίζεις ‘δω στη γη
Με καραμέλες για φαΐ
Η ηδονή η κοσμική
Η απόλαυση η ερωτική
Η ξέφρενη η μουσική
Για λίγο ευφραίνουν τη ζωή
Και ύστερα έρχεται χλωμή
Με πρόσωπο άγριο, τραχύ
Οδύνη η σατανική
Μελαγχολία φοβερή
Με την τροφή η κοιλιά ηρεμεί
Και μεγαλώνει το παιδί
Είναι για αυτό πολύ καλή
Ωφέλιμη και θρεπτική
Και η ψυχή για να χαρεί
Θέλει τροφή πνευματική
Αόρατη και δυνατή
Γεμάτη χάρη θεϊκή
Το διάβασμα και η προσευχή
Με τα μυστήρια μαζί
Και την αγάπη την καυτή
Φέρνουν χαρά ειρηνική
Αυτά φωλιάζουν μέσα εκεί
Στην καρδιακή περιοχή
Που ο Άδης όλος δεν μπορεί
Να τα αφαιρέσει απ’ αυτή
Η άλλη κούφια ηδονή
Που έρχεται απ’ έξω στην ψυχή
Εύκολα, σε γρήγορη στιγμή
Μπορεί να φύγει, να χαθεί
Τα γηρατειά στερούνται αυτή
Και ο θάνατος την αγνοεί
Και αλίμονό μας βρε παιδί
Κόλαση θα ‘ρθει να μας βρει
Για αυτό αδελφοί μου χριστιανοί
Για στήριγμα πάρτε στη ζωή
Τη θεία και άρρητο ηδονή
Που πάντα μένει στην ψυχή
ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Βοήθα Χριστέ και Παναγιά
Να βγούμε τούτη τη βραδιά
Απ’ την ομίχλη που χτυπά
Την πικραμένη μας καρδιά
Όλα κοντά σου φωτεινά
Παντού σκορπίζεις τη χαρά
Είσαι εσύ που κυβερνάς
Τον κόσμο που αγωνιά
Στείλε μας δρόσο απαλή
Άκτιστη, θεία, λαμπερή
Να καταυγάσει την ψυχή
Να την φορτίσει με ζωή
Στρέψε το βλέμμα σου ξανά
Στο πλάσμα που έπεσε βαρειά
Στις αμαρτίας τα στενά
Με τα κομμένα του φτερά
Σκύψε σαν άλλος αδελφός
Φίλος και γνήσιος οδηγός
Πάνω από το άστατο παιδί
Τα ‘χει χαμένα και πονεί
Λούσε χαρά μου ζωντανή
Με ηλιαχτίδα θεϊκή
Που φέγγει με χρώμα χρυσαφί
Την τσακισμένη μας ψυχή
Γλυκό, ζεστό, προσωπικό
Είναι το φως το θεϊκό
Μοιάζει με χάδι πατρικό
Που ενισχύει τον πτωχό
Όποιος αισθάνθηκε στη γη
Μόνος και έρημος πολύ
Μην χαρακώσει τη ζωή
Το θείο φως τον προσκαλεί
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Το σώμα μου το άψυχο
Κείτεται μες στο χώμα
Μα η ψυχή μου φωτεινή
Ευφραίνεται αιώνια
Όλα εδώ είν’ όμορφα
Γλυκά και φωτισμένα
Μια κοινωνία θεϊκή
Με ειρήνη ποτισμένα
Μια χάρη μόνο σου ζητώ
Μην κλαις πολύ για μένα
Εγώ αισθάνομαι καλά
Γιορτή παραδεισένια
Για αυτό χαρά μου ποθητή
Στρέψε ψηλά το βλέμμα
Στην μόνιμη πατρίδα μας
Θα ξαναβρώ εσένα
Πες στα παιδιά μας με στοργή
Να μην στεναχωριούνται
Αλλά να παίρνουν τον Χριστό
Και να ξεμολογιούνται
Να ζουν μ’ αγάπη στην καρδιά
Και να φιλοτιμούνται
Δεμένοι με την αρετή
Και θα ευδοκιμούνται
Και τότε κάστρο απόρθητο
Θα καταστούν εκείνα
Τέσσερις στύλοι δυνατοί
Και ανθισμένα κρίνα
Και συ που πάντα ήσουνα
Σύμμαχος στο πλευρό μου
Φώτισε με τον τρόπο σου
Για την υγειά του κόσμου
Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Είναι φτωχά τα λόγια μας
Να εκφράσουν τα μεγάλα
Τα ιερά αισθήματα
Τα ένθεα, τα άγια
Απ’ την καρδιά πηγάζουνε
Ποτάμια αισθημάτων
Δυναμικές ενεργειών
Αρχές των βιωμάτων
Χρειάζεται ο νους να ζει
Να θέλει τα ωραία
Εικόνες, σκέψεις, λογισμούς
Με προσευχές παρέα
Με την προσήλωση σε Αυτόν
Που πόνεσε για όλους
Νιώθεις το νου και την καρδιά
Να χαίρονται στους πόνους
Να κατευθύνεται η ορμή
Των ζωντανών υδάτων
Σε κήπους ανθοστόλιστους
Εμψύχων, μυρωδάτων
Πολλών ανθρώπων η ψυχή
Που έχει μια ζωντάνια
Δίνει ενέργειες πολλές
Σε βρώμικα λιμάνια
Σε χώρους στείρους, ερημικούς
Γεμάτους με αγκάθια
Και χάνεται ο ποταμός
Και τα νερά στα βράχια
Η ΑΓΑΠΗ
Αγαπώ θα πει πονώ
Τον συνάνθρωπο αυτό
Που συνέχεια με χτυπά
Και μου θλίβει την καρδιά
Αγαπώ θα πει να ζω
Για να κάνω το καλό
Και να μην επιθυμώ
Ανταπόδοση γι’ αυτό
Αγαπώ θα πει διψώ
Τον θεάνθρωπο Χριστό
Να τον δω μες στις ψυχές
Να σκορπά τις συννεφιές
Αγαπώ θα πει ξεχνώ
Το καλό μου φαγητό
Και το δίνω με χαρά
Στο παιδάκι που πεινά
Αγαπώ θα πει ποθώ
Στα λιοντάρια να ριχθώ
Προκειμένου να βρεθώ
Αγκαλιά με τον Χριστό
Αγάπη είναι να ζητώ
Απ’ τον ουράνιο Θεό
Με κλάματα και στεναγμό
Να χαριτώσει τον λαό
Αγάπη είναι να μην πω
Κάτι που φαίνεται πικρό
Και μαραζώνει στο λεπτό
Κάποιον αδύνατο αδελφό
Αγάπη είναι να αγαπάς
Να υποφέρεις, να πονάς
Να γίνεσαι εσύ «χαλί»
Για να ζεσταίνεται η ψυχή
Αγάπη είναι να αγρυπνάς
Να γονατίζεις, να πεινάς
Τα χέρια να υψώνεις στον Θεό
Για να ελεήσει τον κόσμο αυτό
Αγάπη είναι να μην θες
Να δεις τις θείες ηδονές
Μόνο εσύ πάνω στη γη
Που τόσα έχει υποστεί
Αγάπη είναι να αγαπώ
Τον επουράνιο Θεό
Πάνω απ’ όλα τα αγαθά
Τα πρόσκαιρα και τα φθαρτά
Όλα τα έργα στη ζωή
Που θέλουνε κόπο και πυγμή
Την ξεκουράζουν την ψυχή
Την κάνουν φρέσκια, παιδική
Ύψωσε το νου ψηλά
Κει που ο άνεμος σιγά
Και γαλήνη θεϊκή
Βασιλεύει στην ψυχή
Κόπιασε για το καλό
Για να εύρεις το Θεό
Και θα δεις κάποια στιγμή
Να σου αλλάζει η ζωή
13-09-1999
Ιεροδ. π. Αρσένιος Κωτσόπουλος
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Μιμείται τον Χριστό
Που πέθανε μαρτυρικά
Επάνω στον Σταυρό
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Πονά απ’ τα καρφιά
Όμως θα έρθει η λύτρωση
Μια μέρα από ψηλά
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Δεν σκέπτεται τη γη
Μόνο ποθεί διακαώς
Τη θεία ηδονή
Δεν τον συμφέρει να ζητά
Αυτά που έχει χάσει
Τα γήινα και τα φθαρτά
Και όσα έχει πλάσει
Όλος ο νους του στρέφεται
Σε τόπους που θα πάει
Εκεί που ο θάνατος δεν ζει
Για να ‘ρθει να χαλάει
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Συχνά αγανακτεί
Όμως το ξύλο του Σταυρού
Σε ανάσταση οδηγεί
Αν ο Χριστός δεν πέθαινε
Επάνω στο Σταυρό
Ο Άδης θα εχαίρετο
Θα γιόρταζε γι΄ αυτό
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Θέλει να καθαρθεί
Να μην τον βρει ο θάνατος
Με βρώμικη ψυχή
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Ελπίζει να βρεθεί
Όπου οι σταυρωμένοι
Κάνουνε γιορτή
Ο Σταυρωμένος άνθρωπος
Που ζει χωρίς θεό
Μαυρίζει την ελπίδα
Που φέρνει λυτρωμό
Όλοι μες στην υφήλιο
Σηκώνουμε σταυρούς
Κι αν δεν αγανακτήσουμε
Θα βγάλουμε καρπούς
Και είναι αθάνατοι καρποί
Θερμαίνουν την ψυχή μας
Την λούζουν με τη χάρη Του
Φρεσκάρουν τη ζωή μας
Αγάπη, πίστη, υπομονή
Ταπείνωση και ανδρεία
Θα βρεις σ’ όσους σταυρώνονται
Και πάν’ στην Εκκλησία
Αγάπησε ολόψυχα
Τον Τϊμιο Σταυρό
Και θα ανατείλει εντός σου
Αστέρι φωτεινό
Ο σταυρωμένος άνθρωπος
Δεν θέλει να πλουτίζει
Δεν θέλει δόξες και τιμές
Πετρώματα να κτίζει
Μόνο αγάπη να σκορπά
Και θεία καλοσύνη
Καθώς αυτές τις αρετές
Η νύχτα δεν τις σβήνει
Έλα και δώσε δύναμη
Σταυρέ μέσα στον κόσμο
Που συνεχώς σταυρώνεται
Και κλαίει από τον πόνο
Έλα και πες μας με φωνή
Που σκίζει τα επουράνια
Πως ο Σταυρός του Ιησού
Έφερε τη ζωντάνια
Έλα και παρηγόρησε
Τους δύστυχους ανθρώπους
Για να αισθανθούμε έντονα
Παρηγοριά στους κόπους
Έλα και τόνισε ξανά
Στην έρημη ψυχή μας
Πως θα ‘ρθει στον Παράδεισο
Με τον Σταυρό μαζί μας
Οι δοξασμένοι άγιοι
Που ζουν στον ουρανό
Σήκωσαν εις τον βίο τους
Βαρύτατο Σταυρό
Σταυρέ μας πολυτίμητε
Φόβητρο του εχθρού
Εσύ μας άνοιξες ξανά
Τις πύλες του ουρανού
Πάντα θα σ’ έχω στο πλευρό
Στο στήθος, στην ψυχή μου
Θα κάνεις εσύ τον οδηγό
Στη σύντομη ζωή μου
Και ξέρω πως οι πόνοι σου
Τα πάντα καθαρίζουν
Και έτσι όλων οι ψυχές
Ευωδιαστά μυρίζουν
14-09-1999
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ
Εγνώρισα ένα γέροντα
Σαν ήμουνα μικρός
Που έλαμπε από χάρη
Και ήταν φωτεινός
Το πρόσωπό του θύμιζε
Μεγάλο ασκητή
Ήταν αδύνατος πολύ
Με μέση παιδική
Το βλέμμα του το καθαρό
Έκρυβε μέγα πόνο
Για τα στραβά που γίνονται
Στον σύγχρονο τον κόσμο
Άκουγε προσευχόμενος
Όλα μας τα κουσούρια
Και έτσι δεν τα άφηνε
Να γίνουνε μασούρια
Ήταν απόμακρος πολύ
Μα και πολύ κοντά μας
Όταν οι θλίψεις της ζωής
Βάραιναν την καρδιά μας
Ερχόταν εις τα σπίτια μας
Γεμάτος καραμέλες
Και έδινε εις τα μικρά
Για να μην κάνουν τρέλες
Τα μάθαινε να τραγουδούν
Τους έκανε ερωτήσεις
Και έτσι τα εφόρτωνε
Μ’ ωραίες αναμνήσεις
Γι’ αυτό και τρέχαν γύρω του
Και του ‘λεγαν με χάρη
Έλα, γλυκέ παππούλη μας
Πάρε μας και τα βάρη
Στο λόγο του ήταν πύρινος
Μας σκόρπιζε τα σκότη
Γι’ αυτό και τον εκτίμαγε
Ακόμα και η νιότη
Εκεί που εφημέρευε
Μέσα στη Μαλακάσα
Φωνή συχνά ακουγόταν
Που δεν ήτανε μπάσα
Παιδάκια παίζαν, τρέχανε
Ψέλναν στην εκκλησία
Αυτά με ζήλο ένθεο
Βγάζαν τη Λειτουργία
Αγάπη είχαμε πολύ
Στον άξιο γέροντά μας
Αφού όλους μας εφρόντιζε
Και ερχότανε κοντά μας
Ώρες πολλές καθότανε
Σκυφτός εις το στασίδι
Και λόγια σοφά μας έλεγε
Που κόβαν σαν ψαλίδι
Με τη γλυκιά φωνούλα του
Την ταπεινή, την πράη
Έκοβε κάτι από όλους μας
Τα αγκάθια τα πετάει
Ποτέ του δεν εφάνηκε
Να χάνει τον ειρμό του
Να λέει λόγια περιττά
Να διώχνει τον εχθρό του
Εστρέφετο εις το βαθύ
Το μέσα εαυτό του
Και με κλαυθμό προσηύχετο
Στο λατρευτό Χριστό του
Γι’ αυτό και κάθε κίνηση
Ήτο μελετημένη
Που ‘κανε πλούσιους καρπούς
Με χάρη στολισμένη
Μελέταγε διακαώς
Έγραφε και βιβλία
Που τόνωναν κάθε πιστό
Και κάθε αμφισβητία
Σε όλες τις κρίσεις της ζωής
Όποιος τον ερωτούσε
Τον έβγαζε απ’ τα διέξοδα
Και δεν παραπατούσε
Είναι οδηγός πνευματικός
Πυξίδα στο σκοτάδι
Παρηγοριά στη μοναξιά
Θεόφωτο πετράδι
Όσες φορές τον άκουσα
Εγλίτωσα από λάθη
Από πολλά χτυπήματα
Και ψυχοφθόρα πάθη
Κάποτε μας αγίασε
Το σπίτι στο Παγκράτι
Για να κοιμάται η αδελφή
Ήσυχη στο κρεβάτι
Πρώτα την εβασάνιζαν
Πλήθος από εφιάλτες
Και έτσι οι μέρες της εκεί
Δεν ήσανε κεφάτες
Έβλεπε τον Χρηστάκη της
Μ’ αλλοίωση μεγάλη
Με πρόσωπο αγριωπό
Και τριχωτό κεφάλι
Όλα όμως διαλύθηκαν
Σαν ήρθε ο γέροντάς μας
Και με το θείο ράντισμα
Γιάτρεψε τα μυαλά μας
Το σπάσιμο του ποτηριού
Πάνω στο νεροχύτη
Κομμάτιασε τον πονηρό
Που έφυγε απ’ το σπίτι
Και είναι εικόνα θαυμαστή
Να βλέπεις τον παππούλη
Κοντά σε πάμπολλα παιδιά
Να δίνει το Σταυρούλι
Να βλέπεις κάθε Κυριακή
Αυτή την ενορία
Που κάποτε ήταν γέρικη
Να σφύζει από υγεία
Ευλογημένα ανδρόγυνα
Με τέκνα και εγγόνια
Να ζωντανεύουν το χωριό
Μοιάζουν με χελιδόνια
Και τώρα ο Γέρων Δανιήλ
Ο στοργικός πατέρας
Είναι για μας τα τέκνα του
Ο δροσερός αέρας
Σε μια εποχή που πλήττεται
Απ’ άγχη και φοβίες
Αυτός θα είναι όαση
Θα σπάει τις τρικυμίες
Χριστέ μου παντοδύναμε
Αγάπη στην καρδιά μας
Σε ευχαριστώ θερμότατα
Που είναι ανάμεσά μας
Ο ταπεινός ο γέροντας
Ο τόσο μαζεμένος
Που χάρη σκορπά αδιάκοπα
Γιατί είναι θεομένος
17-09-1999
ΑΣΚΗΣΗ
Όποιος μαθαίνει να ζει με πολλές ευκολίες
Δεν μπορεί να αντεπεξέλθει εύκολα στις δυσκολίες
Όποιος μαθαίνει τη νηστεία
Συρρικνώνει την κοιλία
Νικά τη φιλαυτία
Κάνει οικονομία
Ενισχύει την υγεία
Καθαρίζει την καρδιά
Υπακούει στην Εκκλησία
Αποκτάει την ανδρεία
Με την αγάπη η καρδιά αστράπτει
Η γλώσσα δεν θάπτει
Τα χέρια ζεσταίνουν
Τα χείλη γλυκαίνουν
Τα μίση σκορπάνε
Οι νέοι γελάνε
Τα άγχη πεθαίνουν
Οι γέροι μικραίνουν
Τα έθνη γλεντάνε
Και δεν πολεμάνε
21-09-1999
ΣΤΗ ΓΙΑΓΙΑ
Ήρθε η ώρα για να πω
Εις τον ευσεβή λαό
Την πορεία της γιαγιάς
Μέσα εις τον κόσμο αυτό
Εγενήθη σε χωριό
Φτωχικό και ορεινό
Στις πλαγιές του Ταϋγέτου
Που ‘ναι ένδοξο βουνό
Εμεγάλωσε και αυτή
Όπως όλοι τους εκεί
Με τα ήθη και τα έθιμά μας
Και μ’ αγάπη στην ψυχή
Έμαθε τον αργαλειό
Να υφαίνει ρουχισμό
Να θερίζει, να ποτίζει
Να πηγαίνει στο σχολειό
Έκανε και τις δουλειές
Τις βαριές, τις ανδρικές
Καθώς έπρεπε να ζήσουν
Τις ημέρες τις πτωχές
Επανδρεύτηκε γοργά
Τον Κανέλλο που αγαπά
Και έφερε πάνω στη γη
Ένα ζηλευτό παιδί
Τον εγέννησε το θέρος
Σε ένα μέρος σκιερό
Εις την ρίζα ενός δένδρου
Δίχως να ‘χει και γιατρό
Πάνω σε 40 μέρες
Απ’ αρρώστια δυνατή
Χάνει αυτόν που αγαπούσε
Και τη στήριζε πολύ
Έτσι μένει η γιαγιά μας
Κάποιους μήνες μοναχή
Με ένα βρέφος στην αγκάλη
Και με πλήγμα στην ψυχή
Τότε οι καλοί γονείς της
Της προτείνουν με στοργή
Αφού είναι τόσο νέα
Πάλι γάμο να δεχθεί
Υπακούει η καλή μας
Η γιαγιά Αγγελική
Και το Σταύρο το λεβέντη
Τώρα πια θα παντρευτεί
Έξι αιώνιες ψυχούλες
Θα γεννήσει ακόμα αυτή
Και είναι όντως ευλογία
Θεϊκή και ζηλευτή
Ότι όμως μες στο βίο
Είναι ωραίο και υψηλό
Θα χτυπιέται εις τον αιώνα
Απ’ αυτό τον πονηρό
Οι πολέμοι του σαράντα
Και οι εμφύλιοι σπαραγμοί
Έπληξαν και τη γιαγιά μας
Την πολύτεκνη ψυχή
Τα αλλόφυλα τα έθνη
Οι σκληροί κατακτητές
Θα της κάψουνε το σπίτι
Κι οι φωνές σπαρακτικές
Και είναι δράμα που δεν έχει
Τελειωμό, σταματημό
Να την βλέπεις τη μανούλα
Σαν ζητιάνα στο χωριό
Γύριζε μες στο σκοτάδι
Κάποια νύχτα με βροχή
Δυστυχώς με άδεια χέρια
Δακρυσμένη και σκυφτή
Τα παιδιά της εις το σπίτι
Βρίσκονταν το παλαιό
Μοναχά τους πεινασμένα
Με ελπίδα στο Θεό
Και είδε θαύμα που σου δίνει
Αντοχή στις συμφορές
Και σε κάνει να θυμάσαι
Τις ουράνιες ηδονές
Πέρναγε από έναν τόπο
Απ’ τη λαγκάδα τη γνωστή
Που ‘χε γίνει σαν ποτάμι
Καθώς έβρεχε πολύ
Με ηρωισμό και τόλμη
Δίνει μία και βουτά
Μες στον άγριο χειμώνα
Στα ορμητικά νερά
Κει που κόντευε να πέσει
Και να πάει από πνιγμό
Τα χεράκια της υψώνει
Στο Θεάνθρωπο Χριστό
Πριν προλάβει να σταυρώσει
Το βρεγμένο της κορμί
Δυο χεράκια που δεν είδε
Την υψώσαν απ’ τη γη
Δίχως πια να καταλάβει
Το συμβάν το θαυμαστό
Βρίσκεται στην άλλη όχθη
Σε ένα έδαφος ξερό
Και δεν έφταναν εκείνες
Οι δεινές οι συμφορές
Έπρεπε και ο σύζυγός της
Να βρεθεί στις φυλακές
7 χρόνια ήτο μόνη
με επτά μικρά παιδιά
και είχε όντως γιγαντώσει
για να φεύγει η δουλειά
Τότε η μεγάλη πείνα
Και η ξέρα η ορεινή
Έσπρωξαν και τη γιαγιά μας
Σε μια πράξη ηρωική
Φεύγουν όλοι οι βλαστοί της
Τα παιδιά της τα καλά
Και επήγαν μετανάστες
Σ’ άγνωστα μέρη, μακρινά
Έχουν όμως στο πλευρό τους
Φύλακα άγγελο οδηγό
Που τους σκέπει, τους φωτίζει
Τους γλιτώνει απ’ το γκρεμό
Τα μισά στην Αυστραλία
Την γεμάτη ομορφιές
Θα βρεθούνε κάποια μέρα
Και θα φτιάξουν συντροφιές
Γάμους κάνουνε ωραίους
Και πολύ καλά παιδιά
Έχουν τώρα και εγγόνια
Πλούσια και λαμπερά
Τα άλλα μένουν στην Αθήνα
Και παιρνούν μπόρες πολλές
Όμως γρήγορα θα φτιάξουν
Οικογένειες γερές
Είναι αυτή η Θεία Χάρις
Που φροντίζει τις ψυχές
Όταν όλα σκοτεινιάζουν
Και το γέλιο δεν το θες
Πώς μπορούσε μια γυναίκα
Του χωριού, μα και πτωχή
Να πιστέψει πως μια μέρα
Θα ‘χει τέτοια προκοπή;
Να ‘χει τώρα στο πλευρό της
Ένα σόι τρομερό
Με πολλά-πολλά εγγόνια
Και δισέγγονα βουνό;
Ταπεινώθη στη ζωή της
Αδικήθηκε πολύ
Όμως τώρα απολαμβάνει
Πλούτο αμύθητο, βαρύ
Έχει δις που δεν πεθαίνουν
Με αθάνατη ψυχή
Τριαντατρία αριθμούμε
Και δεν σταματούν εκεί
Είχα χρέος να το γράψω
Το εγκώμιο αυτό
Εις την λατρευτή γιαγιά μας
Που την έχω φυλαχτό
Και αυτό για να θυμούνται
Όλοι οι δύστυχοι της γης
Πως εάν δεν αδικούνε
Θαύματα θα δουν ευθύς
23-09-99
Ο ΝΕΟΣ
Θα ‘θελα να εκθέσω
Με πένα ποιητή
Τις μνήμες ενός νέου
Που ζει σε αυτή τη γη
Γεννήθηκε σε πόλη
Μεγάλη, ξακουστή
Που αναθρέφει ανθρώπους
Με μόρφωση πολύ
Εις το κλεινόν το άστυ
Το τόσο ιστορικό
Που είδε μες στα χρόνια
Χαρά και οδυρμό
Είχε γονείς σπουδαίους
Με ζήλο θεϊκό
Με φλόγα στις καρδιές τους
Για τον Ιησού Χριστό
Ήταν μεγάλη μέρα
Σαν ήρθε στη ζωή
Την ώρα του Επιταφίου
Που βγαίνει στην πομπή
Έμελλε αυτό να δείξει
Το μέλλον το ιερό
Πως κάποτε θα λάβει
Σχήμα αγγελικό
Σαν πήγε στο Σχολείο
Στρώθηκε στη δουλειά
Εις την πολύ μελέτη
Που όλους τους βοηθά
Όμως τους πρώτους χρόνους
Πιέστηκε αρκετά
Για να τα βγάλει πέρα
Να μάθει να μετρά
Κατόπιν προχωράει
Με άλματα καλά
Μπαίνει στην εφηβεία
Με μόρφωση πλατειά
Τώρα αρχίζουν φίλοι
Γι’ αυτόν οι πειρασμοί
Οι ύβρεις, οι κοροϊδίες
Και οι εξευτελισμοί
Όλοι τον εχλευάζουν
Γιατί είναι ηθικός
Και στέκει στις παρέες
Πολύ προσεκτικός
Οι μαθητές τον φτύνουν
Του δίνουν και σπρωξιές
Περήφανα τον βλέπουν
Σαν να ‘ναι ντενεκές
Εκείνος υποφέρει
Μα δεν υποχωρεί
Τις θεϊκές αρχές του
Τις έχει στην ψυχή
Και ο καλός πατέρας
Ο Κύριος της γης
Όλα του τα ρυθμίζει
Θα πω κοντολογής
Τελειώνει τη δευτέρα
Του Λύκειου την τάξη
Και φτάνει σ’ αδιέξοδο
Ποιο δρόμο να χαράξει
Έφτανε καλοκαίρι
Και έπρεπε να πει
Ποιο κλάδο θα διαλέξει
Σε φίλο φροντιστή
Τον κύκλωναν οι σκέψεις
Οι λογισμοί πολλοί
Καταφυγή και σκέπη
Θα ‘χει την προσευχή
Και ήταν μία μέρα
Που μίλησε θερμά
Μπροστά στην Παναγία
Που τον Χριστό κρατά
Και να που όντως ήρθε
Μια λύση θαυμαστή
Φιλόλογος στο σπίτι
Έρχεται να τους δει
Εγώ θα σου διδάξω
Χωρίς να ξοδευθείς
Μαθήματα της δέσμης
Αν θες να προαχθείς
Και ήταν η φωνή της
Σταλμένη απ’ τον Θεό
Υπήκουσε ο νέος
Στο κέλευσμα αυτό
Αρχαία του διδάσκει
Λατινικά πολλά
Και έτσι τον οπλίζει
Για να ανεβεί ψηλά
Οι γνώσεις που του δίνει
Βρίσκουν εύφορη γη
Και έτσι ο νεαρός μας
Περνά σε μια σχολή
Πρωτεύει και στην τάξη
Την τρίτη του Λυκείου
Και όλοι απορούνε
Αφού ήταν του μετρίου
Τα βάσανα εκείνα
Του έδωσαν πτερά
Ωραία επιστήμη
Τώρα θα μελετά
Είναι η Θεολογία
Η τέχνη των τεχνών
Των εφετών ακρότης
Το κάλλος των σοφών
Και όλα αυτά τα οφείλει
Σε εκείνη την ψυχή
Που βρέθηκε στο σπίτι
Τυχαία ένα πρωί
Αν άκουγε τη γνώμη
Του άλλου φροντιστή
Σίγουρα θα εθλίβετο
Θα άλλαζε γραμμή
Τώρα θα πω καλοί μου
Ωραίοι διαβαστές
Πως ο Θεός συνδέει
Θλίψεις και ηδονές
Ήταν στο Άγιο Όρος
Ο νέος ο γνωστός
Με πόνους στο στομάχι
Ολονυκτίς σκυφτός
Και είναι η άλλη μέρα
Που του είπε ο γονιός
Μπήκες Θεολογία
Είσαι μοναδικός
Που να χαρεί ο νέος
Με κείνες τις σουφλιές
Ρυθμίζονται οι ψυχές μας
Για να ‘ναι ταπεινές
Μα και όταν το πτυχίο
Επήρε απ’ τη Σχολή
Ταπείνωση μεγάλη
Τον βρήκε και καλή
Βρισκόταν στο γραφείο
Γνωστού καθηγητή
Αφού πρώτα ορκίσθη
Σε ωραία τελετή
Έκανε ο καλός μας
Μεταπτυχιακό
Και έπρεπε εργασία
Να γράψει για αυτό
Και ήταν εκείνη η ημέρα
Η σίγουρα τρανή
Που μέσα στο γραφείο
Ανάγνωσε αυτή
Τότε λοιπόν εδέχθη
Μεγάλη κριτική
Ήτο καθήκον όλων
Σχόλια να δεχθεί
Όλα σ’ αυτό το βίο
Που προκαλούν χαρά
Έρχονται στις ψυχές μας
Με βάσανα πολλά
Και τούτο για να υπάρχει
Μια θεία ισορροπία
Και να ‘χουμε το νου μας
Στα άνω μεγαλεία
Εκύλισε ο χρόνος
Με ένταση πολύ
Μελέταγε συνέχεια
Το Master να δεχθεί
Ήτο εντολή αγία
Παρότρυνση σοφή
Που εβγήκε απ’ τα χείλη
Ανθρώπου ασκητή
Την δύναμιν εξ ύψους
Θα λάβεις στην ψυχή
Όταν δεν διασπάσαι
Και εμμένεις στη σπουδή
Ήταν ο γέροντάς του
Που του ‘πε ένα πρωί
Να πάψει να γυρίζει
Και να μην κατηχεί
Όμως το μάζεμά του
Του βγήκε σε καλό
Σε λίγους μήνες θα ‘βρει
Ταξίδι μακρινό
Δεν πρόλαβε ο Ιούνης
Να βάλει τα ζεστά
Και να σου ένας θείος
Έρχεται από μακριά
Είναι ο Αποστόλης
Που ‘χει καρδιά παιδιού
Και χέρια για να δίνουν
Βοήθεια παντού
Τον βρίσκει και του λέει
Του νέου χριστιανού
Στο Άγιο Όρος πάμε
Θέλω καθάριο νου
Τι να ‘κανε ο νέος
Αφήνει τις σπουδές
Κ’ ακολουθεί το θείο
Στου Άθωνα τις κορφές
Εκεί ξεμολογείται
Ξεπλένει την ψυχή
Νιώθει να ελαφρώνει
Τη χάρη τη θερμή
Με κλάματα στα μάτια
Θα πει στη Φωτεινή
Καθάρισα καλή μου
Όλη μου τη ζωή
Έρχονται στην Αθήνα
Και πάλι οι γνωστοί
Και ο νέος θα ακούσει
Είδηση ξαφνική
Ο ελεήμων θείος
Που ξέρει να αγαπά
Τον βρίσκει εις το σπίτι
Σκυφτό να μελετά
Πάμε στους Άγιους τόπους
Στην πόλη του φωτός
Και εγώ θα σε καλύψω
Θα γίνω χορηγός
Να είναι ευλογημένο
Αφού το θες εσύ
Προσκύνημα μεγάλο
Θα ζήσουμε μαζί
Εκεί θα κοινωνήσουν
Μέσα εις το ναό
Που τάφηκε ο Χριστός μας
Και έσβησε τον εχθρό
Αυτές οι ευλογίες
Που ήρθανε σ’ αυτούς
Δεν ήσαν άνευ κόπου
Και αναστεναγμούς
Ο ψυχοφθόρος δαίμων
Ο άρχων του κακού
Τους φράζει την πορεία
Τον δρόμο του ουρανού
Θα ανοίξει τη μυτούλα
Του νέου φοιτητή
Που αισθάνεται το αίμα
Να τρέχει σαν βροχή
Αυτό όμως δεν φρενάρει
Τον πόθο τον ιερό
Πρέπει να μεταλάβουν
Να πάρουν τον Χριστό
Έτσι την άλλη μέρα
Που ‘ναι Πεντηκοστή
Παρέα με το θείο
Χαίρονται τη γιορτή
Γυρίζουν μοναστήρια
Ορθόδοξα, μεγάλα
Τόπους αγιασμένους
Δεν είναι σαν τα άλλα
Εδώ συχνά πατούσε
Ο θείος Λυτρωτής
Γι’ αυτό και πάντα νιώθεις
Σκιρτήματα ψυχής
Γίνονται και Χατζήδες
Μπαίνουν στον ποταμό
Που δέχτηκε πριν χρόνια
Τον ίδιο τον Θεό
Στο τέλος όμως φίλοι
Συνέβη γεγονός
Που δεν θα το ξεχάσει
Χρόνος φθοροποιός
Ο θείος θα αφήσει
Την τελική πνοή
Μέσα σε μοναστήρι
Μεγάλου ασκητή
Στου Χοτζεβά το Όρος
Αφήνει την σκηνή
Που πάντα κουβαλούσε
Και ήτανε φθαρτή
Η έξοδός του ήταν
Καθ’ όλα οσιακή
Ποιος πίστευε πως τότε
Θα έφευγε από ‘κει;
Όλα θαρρείς πως γίναν
Με σχέδιο σοφό
Αφού είχε καθαρίσει
Τον έσω εαυτό
Κατόπιν τα παιδιά του
Τα αγόρια τα καλά
Τον πάνε συνοδεία
Στο Σίδνεϊ ξανά
Και ο θλιμμένος νέος
Που πέρασε πολλά
Στην Αυστραλία φθάνει
Στην θεία που πονά
8 ωραίους μήνες
Θα ζήσει ο νεαρός
Στην μακρινή τη χώρα
Και είναι φιλικός
Εκεί γνωρίζει θείους
Ξαδέλφια, συγγενείς
Τους αγαπάει όλους
Στα βάθη της ψυχής
Και όταν πια γυρίζει
Στο σπίτι του ξανά
Θα αρχίσει τους αγώνες
Με πιο θερμή καρδιά
Σε τόπο αγιασμένο
Τον θέλουν για να υμνεί
Την μάνα του Κυρίου
Πάντοτε το πρωί
Μέσα στη Γρηγορούσα
Στο ναό της Παναγιάς
Θα ψέλνει παρακλήσεις
Για να λυτρώσει εμάς
Τρεις κάνει την ημέρα
Και προσευχές πολλές
Νιώθει πως ΄κει υπάρχουν
Ουράνιες χαρές
Τότε είναι που πηγαίνει
Και κάθε Κυριακή
Στου γέρο Πορφυρίου
Την ξακουστή μονή
Τρεις χρόνους βλογημένους
Θα ψέλνει με χαρά
Θα μελετά με ζέση
Θα αθλείται νοερά
Θα έρθει όμως λόγος
Σοφού πνευματικού
Για να δεχτεί τον τίτλο
Δόκιμου μοναχού
Γράφεται στην Πετράκη
Στην όμορφη Μονή
Και υπακούει πάντα
Σε κάθε εντολή
Δυο χρόνους υπομένει
Θλίψεις, ονειδισμούς
Μεγάλες ταπεινώσεις
Και εξευτελισμούς
Έτσι προετοιμάσθη
Και έγινε ικανός
Τα ράσα να φορέσει
Να γίνει μοναχός
Τη μέρα της γιορτής του
Σε ωραίο δειλινό
Λαμβάνει το άγιο σχήμα
Δοξάζει τον Θεό
Πάντοτε ευλαβείτο
Και θαύμαζε πολύ
Νεκτάριον τον θείο
Τον μέγα ασκητή
Και ήρθε έτσι ο χρόνος
Να γίνει η κουρά
Όταν θα ψέλνουν όλοι
Τον άγιο ξανά
Μετά από λίγους μήνες
Ο φρέσκος μοναχός
Ιεροσύνη παίρνει
Και λάμπει ουρανός
Την πρώτη είσοδό του
Μέσα στο ιερό
Την κάνει με ένα φόβο
Και θείο σεβασμό
Την ίδια όμως μέρα
Πριν χρόνο αρκετό
Τον Κύριο της δόξης
Τον πάνε σε ναό
Έτσι όλα θα συμβαίνουν
Με τάξη και ρυθμό
Λες και φαντάζει ο βίος
Σαν «παζλ» απ’ τον Θεό
Απ’ όλα όσα γράφω
Φαίνεται καθαρά
Πως κάποιος σχεδιάζει
Φαινόμενα πολλά
Υπάρχει ένας νόμος
Μέσα εις τη ζωή
Που δεν θα τον χαλάσει
Ποτέ καμιά ψυχή
Αυτός ο νόμος λέει
Φίλοι ακροατές
Πως θα ‘χεις μεγαλεία
Μετά τις συμφορές
Έτσι θα μας διδάσκει
Ο ένδοξος Χριστός
Πως πάντα πετυχαίνεις
Αν είσαι ταπεινός
Όσοι λοιπόν ποθείτε
Να φτάσετε ψηλά
Πολύ ταπεινωθείτε
Στενάξετε βαθειά
Ό,τι στον κόσμο φέρνει
Μεγάλη ηδονή
Θα έρχεται με θλίψεις
Με πόνο στην ψυχή
Αυτός ο θείος νόμος
Ισχύει ακριβώς
Και ύστερα σου λένε
Πως πέθανε ο Θεός
Και τότε πως τυχαίνει
Όλα μες στη ζωή
Να έχουν κάποια βάση
Αιτία λογική;
Πώς όταν ταπεινώνεις
Τον έσω εαυτό
Γλυκαίνεσαι πλουσίως
Και νιώθεις λυτρωμό;
Και ως όταν θα φτιάξεις
Φρόνημα υψηλό
Αλύπητα χτυπιέσαι
Καλείς τότε γιατρό;
Ο λόγος του Κυρίου
Μέσα εις τις Γραφές
Είν’ πάντοτε καινούριος
Κοίταξε άμα θες
Του νεαρού διακόνου
Πρόσεξε τις σκηνές
Που έζησε στα χρόνια
Και ήταν δυνατές
Όντως υπάρχει Λόγος
Που όλα τα κινεί
Και δένει γεγονότα
Αρμονικά πολύ
28-09-99
Ο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ ΣΕΙΣΜΟΣ ΤΗΣ 7ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
Αλήθεια γιατί τρέμει
Η γη κι ο ουρανός
Όλοι φωνάζουν τώρα
Έγινε ο σεισμός
Οι άνθρωποι ξυπνάνε
Τρέχουνε στα στενά
Οι φλέβες ξεπετιούνται
Η ανάσα σταματά
Ο φόβος βασιλεύει
Τα γέλια δεν ηχούν
Οι θρήνοι σε ταράζουν
Κορμάκια ξεψυχούν
Τα έργα τα μεγάλα
Τα υλικά αγαθά
Σωριάζονται αμέσως
Εγκέλαδος χτυπά
Κόποι και εργασίες
Ολάκερης ζωής
Σε δυο λεπτά της ώρας
Γκρεμίζονται θαρρείς
Τι όμως να συμβαίνει
Και σείεται το παν
Και αρκετοί φωνάζουν
Θεούλη μου, αμάν
Οι χρόνοι οι τελευταίοι
Μας κοίμισαν βαθιά
Κι αναισθησία πέφτει
Σε κάθε μια καρδιά
Πάμπολλοι αγαπάνε
Το χρήμα στη ζωή
Και αδιάκοπα φροντίζουν
Να βγάλουνε πολύ
Δουλεύουν δίχως τέλος
Με βάρδιες πυκνές
Και βάλαν παρωπίδες
Δεν βλέπουνε το χθες
Δεν βλέπουν πως τα πάντα
Περνάνε στη ζωή
Και μόνο η ψυχή μας
Δεν κάνει διακοπή
Πάγωσαν κοινωνίες
Σκοτώνουν αδελφούς
Κι οι άνθρωποι αλλάζουν
Κανάλια και σταθμούς
Και να, σεισμός ταράζει
Τους πάγους τους γερούς
Ξυπνήστε μας φωνάζει
Γεμίσατε θεούς
Η δόξα και το χρήμα
Κι οι κοσμικές χαρές
Πήραν ουράνια αίγλη
Μοιάζουνε με θεές
Αν όλους μας δονούσε
Η αγάπη του Χριστού
Δεν θα ‘χε ανάγκη ο κόσμος
Του φοβερού σεισμού
Ο έσω εαυτός μας
Θα σείετο συχνά
Σκιρτήματα αγάπης
Θα νιώθαμε πολλά
Κοίταξε τους αγίους
Την ώρα της ευχής
Πύρινη φλόγα βγαίνει
Απ’ τα βάθη της ψυχής
Απλώνουν τις παλάμες
Τεντώνουν τις καρδιές
Κινούνται αδιαλείπτως
Υψώνουν τις φωνές
Πονάνε για τον κόσμο
Προσεύχονται θερμά
Θυμίζουνε ηφαίστειο
Που αρχίζει να ξυπνά
Αν θέλετε αδέλφια
Να λήξουν οι σεισμοί
Τον λήθαργο χτυπάτε
Τον ύπνο το βαθύ
Ξυπνήστε μες στη νύχτα
Διαβάστε τους ψαλμούς
Και έτσι πια θα φεύγει
Ο νους απ’ τους σεισμούς
Σεισθείτε πριν μας σείσει
Η γη η τρομερή
Που κρύβει στα έγκατά της
Ενέργεια φοβερή
Ο Κύριος της δόξης
Μας θέλει ζωντανούς
Να αγαπάμε όλους
Φίλους μα και εχθρούς
Σαν βλέπει τους ανθρώπους
Με παγερές ψυχές
Παίρνει σφυρί τις σπάει
Μήπως και σώσει αυτές
Γι’ αυτό λοιπόν αδέλφια
Κοιτάχτε με σπουδή
Να φύγει η ακηδία
Που θάβει την ψυχή
Κάνετε καλοσύνες
Πράξεις ηρωικές
Βγείτε απ’ το καβούκι
Πριν σπάσει με «γροθιές»
Και αυτό γιατί η αγάπη
Του θείου Λυτρωτού
Θέλει να μας εισάγει
Στη δόξα του ουρανού
Δεν σκέπτεται λιγάκι
Στενόμυαλα, στενά
Φροντίζει να μας βάλει
Στα κάλλη τα πολλά
Αυτό πάντως κοστίζει
Φίλοι και αδελφοί
Γι’ αυτό μην απορείτε
Σε μια καταστροφή
Τι νόημα θα έχει
Ο πλούτος κι οι ομορφιές
Αν χάσουμε για πάντα
Αιώνιες χαρές
Τι νόημα θα έχουν
Οι βίλες οι ψηλές
Όταν θα ζεις με πόνο
Κολάσιμες στιγμές
Πόσο άραγε θα αλλάξει
Μια όμορφη ζωή
Όταν θα ζεις αιώνια
Με θλίψη φοβερή
Για αυτό λοιπόν θυμήσου
Να φτιάχνεις αρετές
Που μοιάζουν με πετράδια
Σ’ αθάνατες ψυχές
29-09-99
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ
Η Ορθοδοξία έχει
Θαυμάσια πολλά
Σημεία χαραγμένα
Στις μνήμες δυνατά
Όταν την μελετήσεις
Την ψάξεις αρκετά
Θα δεις να κρύβει πλούτο
Που δεν σε απατά
Θα αρχίσω να αναφέρω
Θαύματα ζωντανά
Που όταν τα κοιτάξεις
Πιστεύεις πιο βαθιά
Όλοι μας κοινωνάμε
Συχνά στην Εκκλησιά
Τον ίδιο τον Χριστό μας
Από λαβίδα μια
Ποτέ δεν αναφέρθη
Μέσα στα χρονικά
Πως κάποιος ιερέας
Αρρώστησε μετά
Και όμως κοινωνάνε
Συχνά φυματικούς
Ανθρώπους που κολλάνε
Και τους πολύ γερούς
Της πίστεως το θαύμα
Φαίνεται καθαρά
Και όταν αγιασθούνε
Τα φυσικά νερά
Αυτό λοιπόν το ύδωρ
Όταν θα εκτεθεί
Μέσα εις τον αέρα
Κάνει ζημιά πολύ
Μυρίζει, κιτρινίζει
Αρχίζει να βρωμά
Και προκαλεί αηδία
Πηγαίνοντας κοντά
Μα όταν πετραχήλι
Φορέσει ο παπάς
Και αγιασμό τελέσει
Αγνίζεται μεμιάς
Δεν φθείρεται στο χρόνο
Το βλέπεις λαμπερό
Σαν γάργαρο νεράκι
Που τρέχει στο βουνό
Και είναι περιπτώσεις
Που βρίσκουνε αυτό
Θαμμένο σε θεμέλια
Πριν χρόνο αρκετό
Το Άγιο Φως θυμίσου
Ετούτη τη στιγμή
Που βγαίνει κάθε χρόνο
Και θάμβος προκαλεί
Δίχως κανείς να ανάψει
Κεράκια στο ναό
Εκείνο ξεπετιέται
Και είναι ιλαρό
Αστράπτει και φωτίζει
Στον τάφο του Χριστού
Και στην αρχή δεν καίει
Τα χέρια του πιστού
Πολλοί το ακουμπάνε
Στα γένια τα πυκνά
Και αυτό είναι δροσάτο
Αλλοίωση καμιά
Και λέει η ιστορία
Η όντως ιερή
Πως κάποτε Αρμένης
Θέλησε να το βρει
Όμως αυτό δεν ήρθε
Σε χέρια αιρετικών
Έσχισε την κολώνα
Παρόντων των πιστών
Του Πατριάρχου τότε
Που Ορθόδοξα φρονεί
Ανάψαν τα κεράκια
Και αρχίζει μια γιορτή
Εις τον αιώνα πλέον
Θα βλέπουν οι γενιές
Σχισμένη την κολώνα
Με μαύρες πινελιές
Ελάτε τώρα όλοι
Να πάμε σε νησί
Που έχει ιστορία
Αιώνων ζωντανή
Κεφαλονιά καλείται
Και έχει για οδηγό
Γεράσιμο τον θείο
Που αγίασε εδώ
Το λείψανό του μένει
Στα χρόνια ζωντανό
Με σάρκα και οστέα
Και είναι ευωδιαστό
Εδώ θα ζούμε ακόμη
Παράδοξη σκηνή
Φιδάκια ν’ ανεβαίνουν
Σε όλων το κορμί
Είναι της Παναγίας
Και άκακα πολύ
Έχουν και σταυρουλάκι
Πάνω στην κεφαλή
Βγαίνουνε κάθε χρόνο
Δίπλα στο ιερό
Μαρκόπουλο το λένε
Ετούτο το χωριό
Στις 6 του Αυγούστου
Τα παίρνουν οι πιστοί
Τα βάζουν στις εικόνες
Και στέκονται εκεί
Και όταν πια περάσει
Η σχετική γιορτή
Μετά από 10 μέρες
Φεύγουν σαν αστραπή
Την Χάρη του Κυρίου
Την τόσο δυνατή
Και σ’ άψυχα την βρίσκεις
Να απλώνεται πολύ
Υπάρχει σε ένα δάσος
Μέσα στη ρεματιά
Κάτι που δεν το βρίσκεις
Στον κόσμο πουθενά
Είν’ ένα εκκλησάκι
Σπουδαίο και μικρό
Που πάνω του σηκώνει
Φορτίο τρομερό
Δένδρα πολύ μεγάλα
Στέκονται στη σκεπή
Φαινόμενο που σ’ όλους
Το δέος προκαλεί
Δεκαεπτά αριθμούνε
Και μένουν σταθερά
Στο φύσημα του ανέμου
Στα χιόνια τα πυκνά
Και όμως σαν εισέλθεις
Μέσα στην εκκλησιά
Ρωγμή δεν διακρίνεις
Και ρίζα ούτε μια
Σε αυτόν εδώ τον τόπο
Μαρτύρησε η αγνή
Θεοδώρα η του Βάστα
Και είπε μια ευχή
Θεέ μου αγαπημένε
Σαν φύγω απ’ εδώ
Άφησε ένα σημείο
Σε όλους θαυμαστό
Κάνε να γίνει όντως
Το σώμα μου ναός
Οι τρίχες μου δενδρύλλια
Το αίμα ποταμός
Και ηκούσθη η φωνή της
Η τόσο θαυμαστή
Και η προτροπή εκείνη
Εβγήκε αληθινή
Τώρα όποιος πηγαίνει
Βλέπει το γεγονός
Αφού και το ποτάμι
Είναι σαν αγιασμός
Ανατροπή επίσης
Σε νόμους φυσικούς
Συμβαίνει κάθε χρόνο
Σε κρίνους ξακουστούς
Σε ένα χωριό της χώρας
Θα δούμε τους πιστούς
Να βγαίνουν απ’ τα σπίτια
Να τρέχουν στους αγρούς
Μαζεύουνε με χάρη
Κρινάκια ευωδιαστά
Που πάνω τους θα κάνει
Το θαύμα η Παναγιά
Τα βάζουν στις εικόνες
Ενός γνωστού ναού
Και εκείνα ως συνήθως
Ξεραίνονται παντού
Μα όταν πλησιάζει
Γιορτή της Παναγιάς
Εκείνα βγάζουν άνθη
Και ευφραίνουνε εμάς
Και βλέπεις στου Αυγούστου
Την πιο λαμπρή γιορτή
Φαινόμενο σπουδαίο
Που σπάει τη λογική
Κοτσάνι ξεραμένο
Δίχως ζωή καμιά
Να έχει στην κορυφή του
Ανθάκια ευωδιαστά
Ας πάμε τώρα αδέλφια
Σε όρος θαυμαστό
Που πριν πολλούς αιώνες
Εδέχθηκε τον Θεό
Σινά το όνομά του
Και θάμβος προκαλεί
Καθώς το πλησιάζει
Με πίστη μια ψυχή
Εδώ ανήρ σπουδαίος
Ο μέγας Μωυσής
Έβοσκε το κοπάδι
Σε κάποιους συγγενείς
Ώσπου λοιπόν μια μέρα
Σε βάτο κοντινή
Βλέπει φωτιά να βγαίνει
Δίχως να καίει αυτή
Τότε ηκούσθη μόνο
Η θεϊκή φωνή
Που πρότρεπε εκείνον
Σε πράξη τρομερή
Και μένει εις τους αιώνες
Μαρτύριο σεπτό
Όλο αυτό το τόσο
Θαυμάσιο σκηνικό
Όλοι οι γύρω βράχοι
Στο ιερό βουνό
Έχουν αποτυπώσει
Κάτι μοναδικό
Φαίνεται με το μάτι
Η βάτος η γνωστή
Πάνω σε κάθε πέτρα
Που συναντάς εκεί
Όπως και να την κόψεις
Σε τμήματα πολλά
Την βλέπεις με τα φύλλα
Μοιάζει με ζωγραφιά
Μην απορείτε όμως
Μονάχα με αυτά
Ακούστε πάλι όλοι
Το ποιήμα που αρχινά
Ο Κύριος της Δόξης
Μέσα εις τη Γραφή
Προβάλλει κάτι αλήθειες
Που και ο άπιστος σιωπεί
Λέει λοιπόν στον Πέτρο
Στον όντως ζηλωτή
Πως πάντα η Εκκλησία
Θα είναι ζωντανή
Και η κόλαση η ίδια
Σαν έρθει να την βρει
Θα φύγει ντροπιασμένη
Χαμένη-σκοτεινή
Και να, που μέχρι τώρα
Δεν μπόρεσε κανείς
Να σβήσει απ’ το χάρτη
Την πίστη της ψυχής
Βλέπεις την Εκκλησία
Να μάχεται συχνά
Να έχει για εχθρούς της
Συστήματα πολλά
Όσο όμως τη διώκουν
Και κυνηγούν αυτή
Θεριεύει, γιγαντώνει
Και αγιάζει πιο πολύ
Και έτσι μια παιδούλα
Άσημη, ταπεινή
Μπορεί να μείνει αιώνια
Όταν θυσιασθεί
Ενώ οι δήμιοί της
Οι όντως τρομεροί
Να ξεχασθούν συντόμως
Να είναι μισητοί
Ας πούμε χάριν λόγου
Για μια γλυκιά ψυχή
Που όντας κοριτσάκι
Υπέφερε πολύ
Μαρίνα η Αγία
Η μάρτυς του Χριστού
Αγίασε και λάμπει
Σαν τα άστρα του ουρανού
Όλοι την εθαυμάζουν
Και την υμνούν συχνά
Αφού και το όνομά της
Το δίνουν σε παιδιά
Θαυμάσιο μεγάλο
Είναι και τούτο εδώ
Να βλέπεις τον αγρίκο
Να κάνει το καλό
Έχει αυτή η ιστορία
Να πει σε όλους εμάς
Πως με τη θεία πίστη
Θαύματα συναντάς
Να βλέπεις το λιοντάρι
Το Λύκο το σκληρό
Να γίνεται αρνάκι
Ήρεμο και καλό
Μήπως ο θείος Παύλος
Ο μέγας μαθητής
Δεν ήτανε διώκτης
Της πίστης της σεπτής;
Και όμως κάποια μέρα
Συνάντησε Αυτόν
Που φέρνει στα σκοτάδια
Το φως το ιερόν
Και έτσι όλοι τώρα
Καυχιόμαστε βαθιά
Για τον ουράνιο άνδρα
Που έκανε πολλά
Στο Άγιο Όρος τώρα
Ας πάει ο φακός
Στον τόπο που ο αγώνας
Γίνεται πιο σκληρός
Εδώ θα δεις λεβέντες
Άμωμους μοναχούς
Που άφησαν τα πάντα
Τους ψεύτικους θεούς
Πολλοί ‘ναι μορφωμένοι
Με γνώσεις υψηλές
Κατείχαν εξουσίες
Και πολλαπλές τιμές
Τι άραγε συνέβη
Και άφησαν αυτά
Που όλοι τα ζηλεύουν
Και τα ποθούν βαθιά;
Μια γερή αγάπη
Καθάρια, δυνατή
Μπορεί να σπρώξει κάποιον
Σε πράξη ηρωική
Η αγάπη του Κυρίου
Που μπαίνει στις καρδιές
Κάνει πολλούς ανθρώπους
Να θέλουν τις σπηλιές
Μόνο έτσι εξηγείται
Αυτό το θαυμαστό
Να φεύγεις απ’ τις δόξες
Σ’ απρόσιτο βουνό
Όμως αυτοί οι άνδρες
Οι γνήσιοι ασκητές
Σαν κλείσουνε τα μάτια
Πετάνε στις κορφές
Και βλέπεις κάτι ωραίο
Στα σώματα αυτά
Δεν προκαλούν αηδία
Αλλ’ είναι μαλακά
Η χάρις του Κυρίου
Η όντως θερμουργή
Ζεσταίνει τα κορμιά τους
Που δεν έχουν ψυχή
Γι΄ αυτό και δεν παγώνουν
Και πάμπολλές φορές
Δεν φθείρονται στο χρόνο
Στιγμές θεωτικές
Και να, του Χρυσοστόμου
Η χείρα η δεξιά
Για δεκαέξι αιώνες
Δεν γνώρισε φθορά
Είναι με τις κλειδώσεις
Και μοιάζει να ευλογεί
Σκορπά και ευωδία
Άρρητη-θεϊκή
Γιατροί που την κοιτάξαν
Τα ‘χάσαν ξαφνικά
Χέρι νεκρό για χρόνια
Πώς και μοσχοβολά;
Αυτό μας το πιστεύω
Που σπάει το λογικό
Βάλτε το στις καρδιές σας
Μαζί με τον Χριστό
Τότε θα δείτε όλοι
Πως όλα στη ζωή
Δεν είναι τόσο μαύρα
Και αγιάτρευτα πολύ
Η χάρις του Κυρίου
Που χαίρει τις ψυχές
Μπορεί να μας λυτρώσει
Να σβήσει συμφορές
Εδώ υπάρχουν νέοι
Που χάριν του Χριστού
Πολλές χαρές του κόσμου
Ούτε που τις ποθούν
Και βλέπεις ασκητάδες
Που ζουν με ένα ψωμί
Να έχουνε ζωντάνια
Και χάρη νεανική
Και εμείς που ζούμε μέσα
Σε κάθε ηδονή
Να είμαστε γεμάτοι
Μαυρίλα στην ψυχή
Αυτοί οι ευλογημένοι
Καλοί αγωνιστές
Βάλανε μαύρα ράσα
Σε πάνλευκες ψυχές
Για αυτό μην ξεγελιέσαι
Μην βλέπετε ρηχά
Ελάτε εκεί που όλα
Αστράπτουν λαμπερά
Νιώστε το θείο θαύμα
Κοντά στην Εκκλησιά
Και μην σας σκανδαλίζει
Το «μαύρο» του παπά
Όλοι μικροί-μεγάλοι
Μοιάστε με τους πιστούς
Για να σας φύγει ο φόβος
Απ’ τους πολλούς σεισμούς
Στην γείτονα Αλβανία
Την τόσο κοντινή
Ξερίζωσαν την πίστη
Απ’ όλων την ψυχή
Και να τα καταφέραν
Μέσα εις τον λαό
Τον έκαναν αγροίκο
Σκληρό ορμητικό
Κάναν Θεό τον Χότζα
Που σφράγιζε αυτούς
Και γέμισε τη χώρα
Με ψεύτικους Θεούς
Η πίστη η αγία
Η ελπίδα των πιστών
Πάντα θα πλάθει ανθρώπους
Με ήθος αρεστόν
Μόνο για αυτό το λόγο
Αξίζει αδελφοί
Να βάλουμε βαθιά μας
Αυτή την αρετή
Και τότε θα φύγουν φόβοι
Και η Χάρη του Χριστού
Θα πλάθει κοινωνίες
Ειρηνικές παντού
5 Οκτωβρίου 1999
Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ
Κοίταξε τη σοφία
Του θείου ποιητή
Μέσα σ’ αυτό τον κόσμο
Που όλους τους χωρεί
Τα πάντα τα ρυθμίζει
Η χάρις του Θεού
Τα δένδρα, τα λουλούδια
Τα ζώα του αγρού
Δεν βλέπεις να κοπιάζουν
Να ζουν αγχωτικά
Έχουν το πρόγραμμά τους
Που το τηρούν πιστά
Γνωρίζουν πότε πρέπει
Τα φύλλα να ριχθούν
Και πότε τα κλαδιά τους
Θα αρχίσουν να ανθούν
Γνωρίζουν πότε πρέπει
Να κάνουνε καρπούς
Και πότε να παράγουν
Απόγονους γερούς
Ακρίβεια και τάξις
Και απόλυτη σιωπή
Καλύπτει όλο τον κόσμο
Το σύμπαν το βαθύ
Και όμως οι κινήσεις
Που γίνονται σ’ αυτό
Είναι ιλιγγιώδεις
Χωρίς σταματημό
Και όλα αυτά τα ωραία
Συμβαίνουν συνεχώς
Παρότι κάποια μέρα
Θα γίνει χαλασμός
Και έχεις ανθρωπάκια
Με αθάνατη ψυχή
Που λένε πως τυχαία
Είναι όλα στη ζωή
Για σκέψου ανοησία
Ανθρώπου με μυαλό
Δεν βλέπει πως η πλάση
Ζητά Δημιουργό
Βλέπει λοιπόν πως κάποιος
Πατέρας βρωμερός
Σε θάνατο παιδιού του
Θα γίνει μαλακός
Έτσι φέρνει στον κόσμο
Παιδάκι ντροπαλό
Που το ‘χει για να παίξει
Ρόλο λυτρωτικό
Μήπως ο Κύριός μας
Δεν έκανε αυτό
Που άθελά του κάνει
Εκείνο το μικρό
Έσωσε τον λαό Του
Πάνω εις το Σταυρό
Την ώρα του θανάτου
Νίκαγε τον εχθρό
Μανάδες πονεμένες
Που χάνεται παιδί
Κοιτάχτε τη Μαρία
Που πόνεσε πολύ
Η Μάνα Παναγία
Έβρισε τον Θεό
Που έβλεπε τον γιο της
Πάνω εις το Σταυρό
Πώς όμως η αγάπη
Του Θείου Λυτρωτή
Παίρνει ένα παιδάκι
Μέσα από τη ζωή;
Μα πού το πάει αδέλφια
Σε τόπο σκοτεινό;
Μέσα στη θεία αγάπη
Θα χαίρεται αυτό
Μπορεί για κάποιους λόγους
Που γνώριζε ο Θεός
Να έπρεπε να γίνει
Αυτός ο σκοτωμός
Εγώ θα προχωρήσω
Πιο πέρα τον ειρμό
Θα πω λόγο σπουδαίο
Και λίγο τολμηρό
Η πρόνοια του αγίου
Και πάνσοφου Θεού
Γνωρίζει και το μέλλον
Όλου του πληθυσμού
Κατάλαβε πως όλα
Μέσα εις τη ζωή
Έχουνε κάποιο λόγο
Αιτία σοβαρή
Αφήστε λοιπόν όλοι
Τον έσω εαυτό
Να πάει δίχως άγχος
Κοντά εις τον Χριστό
Να ξέρετε πως τότε
Οι θλίψεις και οι καημοί
Λαμπρύνουν και ανθίζουν
Αθάνατη ψυχή
Αυτό θέλει Εκείνος
Που έπλασε εμάς
Να γίνουμε πολίτες
Της θεϊκής χαράς
Όχι να ζούμε χρόνια
Βρώμικα και πολλά
Αλλά να είναι όσα
Θα σώσουν την καρδιά
10.10.99